, Πέμπτη
28 Μαρτίου 2024

search icon search icon

«Το κοινό παραμένει διψασμένο για αλήθεια»

anastasakis (4)
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στα Γιάννενα(1982-1986) και Θέατρο στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ (1986-1989). Ιδρυτικό μέλος της Θεατρικής Συντροφιάς Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (ΘΕΣΠΙ, 1983) και του Θεατρικού Οργανισμού «ΣΤΙΓΜΗ» (1995). Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Θεατρικού Οργανισμού ΣΤΙΓΜΗ. Δίδαξε «Θεατρική Σκηνοθεσία» στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Πάτρας (2008-2012). Μέλος της Επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού για τις Πτυχιακές Εξετάσεις των Σπουδαστών των Δραματικών Σχολών (2011-2013). Μέλος (από το 2010)του Δ.Σ. του Σωματείου «Φίλοι Μίνου Βολανάκη». Tακτικό μέλος της ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ (Ε.Ε.Σ.) και του Σ.Ε.Η. Η τελευταία του σκηνοθετική δουλειά στην «Τρελοβγενιώ» της Ινές Κανιατί, που παίζεται στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών ομολογουμένως είναι συγκλονιστική, αριστοτεχνική και δικαίως απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.

 
Συνέντευξη στον Βασίλη Παπαβασιλείου
Ξεκίνησες ως ηθοποιός. Η σκηνοθεσία πως ήρθε στη ζωή σου;
Ξεκίνησα Σαλονικιός! (γελάει) Σπούδασα ηθοποιός στη σχολή του ΚΘΒΕ (1986-89), αλλά από τότε είχα στο νου μου τη σκηνοθεσία. Τη θεωρούσα πιο επικίνδυνη απ’ την υποκριτική και γι’ αυτό και πιο ελκυστική. Ξεκίνησα να σκηνοθετώ το 1995 στο Θέατρο ΣΤΟΑ του Θανάση Παπαγεωργίου και έκτοτε σπάνια παίζω πια. Όταν όμως βρεθεί ένας ρόλος που μ’ ενδιαφέρει… ενδίδω. Ιδιαίτερα αν είναι στον κινηματογράφο.
Με το Κ.Θ.Β.Ε συνεργάζεσαι για πρώτη φο-ρά; Η «Τρελοβγενιώ» που σκηνοθετείς στο Μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών, τι πραγματεύεται; Η συγγραφέας του έργου Ινές Κανιατί παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα;
Στο ΚΘΒΕ σκηνοθέτησα και πριν από 13 χρόνια, πάλι στο Μικρό της Μονής, τη «Γυναίκα του Λωτ» του Μάριου Ποντίκα. Στο μεταξύ, η τύχη το ‘φερε μια απ’ τις σκηνοθεσίες μου – την επίμαχη «Τρελοβγενιώ»-  να τη δει ο τωρινός Διευθυντής του ΚΘΒΕ, ο κ. Γιάννης Βούρος. Ένιωσα ιδιαίτερη τιμή όταν μου τηλεφώνησε το καλοκαίρι για να μου προτείνει να την παρουσιάσουμε στο Κρατικό Θέατρο. Το έργο στηρίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρη-μα της ιταλογαλλίδας Ινές Κανιατί και το διασκευάσαμε για πρώτη φορά για το θέατρο με τη Μαρία Τσιμά, που ερμηνεύει και το ρόλο της Μαρίας. Πρόκειται για την εξομολόγηση μιας γυναίκας που αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί τη μνήμη της μάνας της, που όλοι την φώναζαν «Τρελοβγενιώ», μόνο και μόνο γιατί ήταν διαφορετική από τους γύρω της. Αλλά εκτός από το θέμα της διαφορετικότητας το έργο θίγει με τρόπο μοναδικό κι άλλα ζητήματα (τη σχέση μάνας – κόρης, τον έρωτα, την τρυφερότητα, τη ζωή σε μια κλειστή κοινωνία, την αγάπη για τη φύση και τα πλάσματά της, τη σκληρότητα, την ανθρωπιά). Δεν το’ χουν χαρακτηρίσει ά-
δικα «αριστουργηματικό κείμενο». Και γι’ αυτό δεν έπαψε να μας απασχολεί από το 2003 ως σήμερα.
Το κοινό έχει αλλάξει σε σύγκριση με παλαιότερα;
Κοίταξε, Βασίλη, νομίζω πως το κοινό αλλάζει όπως κι εμείς. Είναι φυσικό να επηρεάζεται από τη ροή της ιστορίας του τόπου, όμως παραμένει διψασμένο για αλήθεια. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι αναζητά το γέλιο και την συγκίνηση με την ίδια λαχτάρα όπως και πριν από 25, 250 ή 2.500 χρόνια. Και είναι πάντα απαιτητικό!
Η σχέση του ηθοποιού με το κοινό επηρεάζει την παράσταση;
Θα φανώ κοινότοπος αν σου πω ότι η σχέση είναι αμφίδρομη. Αλλά έτσι είναι. Αυτό που όλοι αναζητούμε είναι η επικοινωνία. Επιπλέον, το εφήμερο της θεατρικής τέχνης κάνει την επαφή ακόμα πιο ιδιαίτερη. Μέσα σ’ ένα μικρό ή μεγάλο χώρο δεκάδες ή εκατοντάδες άτομα-άγνωστοι μεταξύ αγνώστων- «συνωμοτούν» αναπνέοντας τον ίδιο αέρα, μοιράζονται συναισθήματα, γεύονται τη στιγ-μή. Γι’ αυτό ποτέ μια παράσταση δεν είναι ίδια με την προηγούμενη! Κι έπειτα, όταν τα φώτα της σκηνής σβήσουν, μένει μονάχα η Μνήμη: ένα χαμόγελο, ένα δάκρυ, μια κίνηση του χεριού, μια φράση, μια λέξη, μια ματιά. Μια σειρά από ακριβά πράγματα που ορίζουν την ύ-παρξή μας, έτσι δεν είναι;
Προτού ασχοληθείς με το θέατρο δεν υπήρχε κάτι άλλο που να σε ελκύει;
Στα νιάτα μου ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Τελικά, και με τη σκηνοθεσία   αντίστοιχο δρόμο πήρα. «Σκάβεις» στο έργο, στην ψυχή σου και στις ψυχές των άλλων για να φέρεις στο φως κρυμμένες αλήθειες. Και θέλεις πολύ να εκτεθούν και να γίνουν κοινό κτήμα.
Ποια ανάγκη του ανθρώπου καλύπτει η Τέχνη;
Την ανάγκη να ονειρευτεί. Θέλουμε να ξεφύγουμε απ’ τον καθημερινό εφιάλτη του βιοπορισμού ή… της ανεργίας, να βάλουμε λίγο βάλσαμο στις πληγές μας, να αυτοσαρκαστούμε, να συγκινηθούμε, να γελάσουμε. Η τέχνη έχει χαρακτήρα ιαματικό και για μας που την ασκούμε και για το κοινό. Αυτός είναι κι ο λόγος που δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο χωρίς μουσική, χωρίς ζωγραφική, χωρίς χορό, χωρίς θέατρο! Άσε που σ’ έναν τέτοιον κόσμο θα ‘μουν… ανεπάγγελτος. Αυτό πού το βάζεις;

Ακολουθήστε τη Karfitsa στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.