, Παρασκευή
19 Απριλίου 2024

search icon search icon

Τα μύδια του Θερμαϊκού, η ΕΔΕ και οι έλεγχοι

 
14111727_10210012977139087_1204594725_n
Αποτελούν ίσως έναν από τους πιο εκλεκτούς μεζέδες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, αφού πρόκειται για ένα προϊόν που παράγεται έξω από τη Θεσσαλονίκη για περισσότερο από 40 χρόνια. Ο λόγος φυσικά για τα μύδια του Θερμαϊκού, που αν και σε ένα ποσοστό 95% περίπου εξάγονται, τη φετινή χρονιά οι μυδοκαλλιεργητές των Κυμίνων και των Μαλγάρων αντιμετώπισαν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, που αφορά με τον σωστό έλεγχο καταλληλότητας της παραγωγής τους.
Του Λευτέρη Ζαβλιάρη
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η δυναμική παραγωγή μυδιών στην ευρύτερη περιοχή της Χαλάστρας να μείνει ουσιαστικά στα αζήτητα, αφού τα δείγματα τα οποία ελέγχθηκαν στο Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Βιοτοξινών Θεσσαλονίκης, έδειχναν ως ακατάλληλη την παραγωγή μυδιών προς διάθεση στην αγορά. Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα ωστόσο αμφισβητήθηκαν έντονα από τους μυδοκαλλιεργητές, που με υπόμνημα τους στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης αμφισβήτησαν έντονα την αξιοπιστία του Κέντρου Αναφοράς Βιοτοξινών, αναφέροντας μάλιστα ότι έχουν πληροφορηθεί ότι ο φορέας που υπάγεται στο υπουργείο ήταν κάτω από το καθεστώς Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης. Ο λόγος της ΕΔΕ βέβαια δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμα, ούτε και τα αποτελέσματα αυτής. Ωστόσο οι μυδοκαλλιεργητές της περιοχής, την περίοδο όπου έβγαζαν την παραγωγή τους έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια, αφού τα αποτελέσματα «βάφτισαν» τα μύδια τους ακατάλληλα.
«Κανονικά οι δειγματοληψίες»
Η Karfitsa απευθύνθηκε στο αντιπεριφερειάρχη Αγροτικής Οικονομίας Θεοφάνη Παππά, ο οποίος επισήμανε ότι το ζήτημα με τις δειγματοληψίες έχει πλέον λυθεί. «Υπήρχε ένα ζήτημα με το πλοιάριο που έκανε τις δειγματοληψίες επειδή έληξε η σύμβαση, αλλά δόθηκε λύση σε συνεννόηση με τους μυδοκαλλιεργητές», αναφέρει ο κ. Παππάς.   Όσον αφορά το ζήτημα των αποτελεσμάτων σύμφωνα με τον αντιπεριφερειάρχη είναι ζήτημα καθαρά του εργαστηρίου βιοτοξινών, το οποίο υπάγεται σε έναν κρατικό φορέα που είναι το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. «Προσωπικά αποδέχομαι το γεγονός ότι τα αποτελέσματα των δειγματοληψιών είναι σωστά, εφόσον έχουμε να κάνουμε με έναν κρατικό φορέα.  Εφόσον παρουσιαστεί πρόβλημα στο πρώτο δείγμα, τότε λαμβάνεται και δεύτερο ώστε να ταυτοποιηθεί εάν τα μύδια της καλλιέργειας είναι κατάλληλα ή όχι προς κατανάλωση».
Συνεχής μέτρα απαγόρευσης
Σε σχετική ερώτηση που κατέθεσαν στον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης οι βουλευτές Α’ και Β’ Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ, επισημαίνουν ότι «αντί των τριών ζωνών ελέγχου του προϊόντος που ήταν χωρισμένο το θαλάσσιο πάρκο της Χαλάστρας, οι αρμόδιες υπηρεσίες δημιούργησαν μια ενιαία ζώνη δειγματοληψιών και ελέγχων η οποία είναι η μοναδική στην Ελλάδα με τρείς σταθμούς δειγματοληψίας, ενέργεια που είχε σαν αποτέλεσμα τη συνεχή λήψη μέτρων απαγόρευσης διάθεσης της παραγωγής Χαλάστρας τρεις φορές περισσότερο από όσο πριν την ενοποίηση των ζωνών».  Όπως επισημαίνουν οι δύο βουλευτές στο κείμενο της ερώτησης τους, «η εμμονή στην εφαρμογή του περιθωρίου αβεβαιότητας του 44% στα αποτελέσματα των ελέγχων από το Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς Ελέγχου Βιοτοξινών του ΥΠΑΑΤ επέτεινε την κατάσταση, αφού η μία και μοναδική ζώνη Χαλάστρας έκλεινε κάθε φορά που τα αποτελέσματα βιοτοξινών ήταν παραπάνω από τα φυσιολογικά +44% επ’ αυτών».
Από… πρωτοποριακό εργαστήριο στην ΕΔΕ
Από το 1999 άρχισαν να εμφανίζονται οι βιοτοξίνες στον Θερμαϊκό κόλπο, γεγονός που εντάθηκε την περίοδο 2000-2004 όταν και δημιουργήθηκε το Εργαστήριο Αναφοράς Βιοτοξινών στη Θεσσαλονίκη. Για τους καλά γνωρίζοντες ήταν το πρώτο μεγάλο διατροφικό «στραπάτσο» για τη χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γιατί τα μύδια εξάγονταν. Το αποτέλεσμα ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση πέραν των προστίμων που επέβαλλε στη χώρα, να μην επιτρέπει την εξαγωγή μυδιών ακατάλληλων προς κατανάλωση, μιας και η Ελλάδα δεν είχε τις δομές που θα ήλεγχε τις βιοτοξίνες. Για τη χώρα μας βέβαια υπήρχε η δικαιολογία ότι δεν υφίστατο εμφάνιση του προβλήματος στο παρελθόν. Το εργαστήριο που δημιουργήθηκε με δαπάνες του ελληνικού δημοσίου «ξελάσπωσε» το όνομα του συγκεκριμένου εξαγώγιμου προϊόντος.  Για αυτό το σκοπό το κράτος είχε την ανάγκη να προσλάβει άμεσα εξειδικευμένους επιστήμονες, οι οποίοι στο συγκεκριμένο αντικείμενο ήταν ελάχιστοι και η πρόσληψη έγινε με συμβάσεις έργου, έως και το 2004 όταν οι τότε προσληφθέντες παρέδωσαν τη σκυτάλη δίχως να ανανεωθεί η σύμβαση τους, με το πρόσχημα ότι οι προσλήψεις έγιναν γρήγορα το 2000 ώστε να αρχίσουν να γίνονται άμεσα οι έλεγχοι των βιοτοξινών. Το εργαστήριο άρχισε να ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία μέχρι σήμερα που σύμφωνα με πληροφορίες της Karfitsa οφείλονται στις επιλογές των διοικούντων και του προσωπικού. Αποτέλεσμα ήταν η πραγματοποιήση της ΕΔΕ ώστε να διασαφηνιστεί το τι έγινε με το σύστημα το οποίο λειτουργεί το Εργαστήριο.  Αξίζει να σημειωθεί ότι το Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς Βιοτοξινών Θεσσαλονίκης, ελέγχει όλες τις ζώνες παραγωγής των οστρακαλλιεργειών στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε ζώνη που είναι χαρακτηρισμένη ως νόμιμη στη χώρα, πρέπει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να στέλνουν οι κατά τόπους κτηνιατρικές υπηρεσίες δείγματα οστράκων που θα ελέγχουν τις βιοτοξίνες. Για το ζήτημα της ΕΔΕ και τι προτίθεται να κάνει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για αυτό η Karfitsa απευθύνθηκε στον γενικό γραμματέα του υπουργείου Νίκο Αντώνογλου ο οποίος επισήμανε ότι «το θέμα είναι υπό εξέταση».
Οι ενστάσεις των παραγωγών
Οι παραγωγοί των μυδιών στο υπόμνημα τους προς το ΥΠΑΑΤ επισημαίνουν ότι το Εργαστήριο Αναφοράς Βιοτοξινών έχει πολλές φορές σηκώσει «απαγορευτικό» στην παραγωγή τους. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο έλεγχος των δειγμάτων σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να περάσει από αρκετές διακυμάνσεις.  Η αρμαθιά του μυδιού όπως λέγεται στη γλώσσα των οστρακοκαλλιεργητών έχει μήκος τρεισίμισι μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι η αρμαθιά του μυδιού δεν συσσωρεύει την ίδια ποσότητα τοξικού φυτοπλαγκτού σε όλα τα σημεία του μήκους της. Όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, μπορεί ένα δείγμα που πάρθηκε κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας να βγει καθαρό, ενώ το δεύτερο δείγμα να πάρθηκε από τα δύο μέτρα  βάθους και να έχει τοξικότητα. Για αυτό το λόγο υπάρχει μια συγκεκριμένη διαδικασία για τον  περιορισμό του σφάλματος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αξιοποιώντας κάποια στοιχεία έβαλε ένα όριο ασφάλειας, όπου εάν το αποτέλεσμα το ξεπεράσει, μπαίνει ένα όριο ανοχής. Αυτό σημαίνει ότι σε χαμηλές τιμές της τοξίνης ο άνθρωπος δεν παθαίνει τίποτα και δίνει ένα χρονικό περιθώριο στις υπηρεσίες για αντιδράσουν ώστε να κλείσει η ζώνη παραγωγής. Η διακύμανση στο ζήτημα των τιμών τοξικότητας από τα δείγματα φαίνεται πως  έχει δημιουργήσει αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης από τους παραγωγούς προς το Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Βιοτοξινών Θεσσαλονίκης.
Ολέθριες συνέπειες
Από τις 20 Μαΐου έως τα τέλη Ιουλίου θεωρείται η περίοδος «συγκομιδής» του μυδιού, μια περίοδος όπου οι καλλιεργητές εργάζονται πυρετωδώς ώστε να έρθουν σε συνεννόηση με τις αγορές του εξωτερικού και να πετύχουν μια συμφέρουσα τιμή για την παραγωγή τους. Μόνο ένα 5% των μυδιών του Θερμαϊκού παραμένει προς κατανάλωση στην Ελλάδα, την ώρα που σε αυτή την περιοχή δυτικά της Θεσσαλονίκης παράγεται το 80% της παραγωγής στη Βόρεια Ελλάδα. Σύμφωνα με τον πρόεδρο των Αλιευτικού-Οστρακοκαλλιεργητικού Συλλόγου Κυμίνων και Νέων Μαλγάρων «Ο Ποσειδών» Κώστα Βερβίτη, το πρόβλημα που αντιμετώπισαν αρχικά είχε να κάνει με την περιφέρεια. «Τα δείγματα δεν έφταναν στην ώρα τους. Υπήρχε ένα σκάφος που μίσθωσε η περιφέρεια για να βγαίνει στο Θερμαϊκό και να κάνει δειγματοληψίες. Για άγνωστους λόγους το συμβόλαιο αυτό έληξε και αυτό συνέπεσε με την περίοδο αιχμής πωλήσεως των μυδιών. Ώσπου να βρεθεί τρόπος για να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία έχασαν οι μυδοκαλλιεργητές 15 με 20 μέρες. Τα λιμάνια ήταν κλειστά εξαιτίας αυτού του γεγονότος και για αυτό το λόγο δεν μπορούσαν να πουληθούν τα μύδια, τα οποία είναι περιζήτητα στο εξωτερικό, με ολέθριες συνέπειες για την παραγωγή και τους παραγωγούς», εξηγεί στην Karfitsa ο κ. Βερβίτης. Σύμφωνα με τον ίδιο το κόστος από όλη αυτήν την εξέλιξη δεν μπορεί να υπολογιστεί ακόμα, αλλά αυτό θα είναι δυνατόν σε λίγο καιρό. «Αυτό συμβαίνει γιατί την περίοδο που μπορούσε να δοθεί μια συμφέρουσα τιμή πώλησης αυτή χάθηκε, γιατί αυτό συμβαίνει την περίοδο αιχμής της παραγωγής», επισημαίνει ο κ. Βερβίτης Όσο για το υπόμνημα που έγινε στον ΥΠΑΑΤ,  ο πρόεδρος των οστρακοκαλλιεργητών της περιοχής σημειώνει ότι «ακολούθησε μιας ΕΔΕ στο εργαστήριο βιοτοξινών όπου ζητούσαμε να μάθουμε εάν αυτό αφορά τους παραγωγούς ή τις εξετάσεις που γινόταν εκεί. Έχει περάσει αρκετός χρόνος από τότε που έγινε το υπόμνημα και ακόμα περιμένουμε απάντηση».
Τι συμβαίνει με τις βιοτοξίνες
Οι βιοτοξίνες είναι τοξικές ουσίες οι οποίες ανιχνεύονται στα όστρακα και η αιτία τους είναι οι μικροσκοπικοί φυτικοί οργανισμοί το λεγόμενο φυτοπλαγκτόν, το οποίο βρίσκεται στο θαλασσινό νερό και με αυτό τρέφονται τα όστρακα. Από αυτά τα χιλιάδες αυτά μικροφύκη, κάποια είναι τοξικά. Αυτά το κάθε όστρακο δεν μπορεί να τα ανιχνεύσει και τα καταναλώνει μαζί με τα μη τοξικά. Τα τοξικά μικροφύκη δεν βρίσκονται πάνω στο νερό, αλλά ευνοούνται από κάποιες περιστάσεις και μπορούν να αυξηθούν μέσα στο νερό. Όταν αυξηθούν, τότε τα μύδια καταναλώνουν πολλά από αυτά. Άρα τα μύδια συσσωρεύουν τις τοξικές ουσίες που έχουν αυτά τα φύκη στον ίδιο τους τον οργανισμό. Τα μύδια φυσικά δεν παθαίνουν τίποτα, αλλά αυτοί που μπορεί να πάθουν είναι καταναλωτές τους, εν προκειμένω οι άνθρωποι. Αποτέλεσμα είναι όταν ο οποιοσδήποτε καταναλωτής φάει μύδια, είτε ωμά, είτε ακόμα και μαγειρευτά, να υφίσταται δηλητηρίαση. Αυτή μπορεί να έχει τα συμπτώματα μιας κλασικής γαστρεντερίτιδας με διάρροιες και εμετούς, αλλά μέχρι και θάνατο σε ακραίες περιπτώσεις. Η βιοτοξίνη δεν είναι ένα είδος, αλλά αποτελείται από πολλές τοξικές ουσίες. Οι απλές προκαλούν απλά συμπτώματα, ενώ οι πιο σύνθετες που έχουν ανιχνευθεί στην Ελλάδα αλλά σε πολύ μικρές ποσότητες μπορούν να επιφέρουν μοιραία αποτελέσματα. Το 2000, το σύμπτωμα που είχε προκαλέσει η βιοτοξίνη ήταν η γαστρεντερίτιδα. Το αποτέλεσμα ήταν περίπου 200 άτομα στη Θεσσαλονίκη να καταλήξουν στο νοσοκομείο.
«Όργιο» παρανομίας
Ο αντιπεριφερειάρχης Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος Κώστας Γιουτίκας γνωρίζει λόγω εντοπιότητας αρκετά καλά το ζήτημα της μυδοκαλλιέργειας στην περιοχή του δήμου Δέλτα. Για τον ίδιο, ένα από τα κυριότερα ζητήματα είναι ότι στην περιοχή της Χαλάστρας η συντριπτική πλειοψηφία των μυδοκαλλιεργειών είναι παράνομη, χωρίς ωστόσο να υπάρχει αντίδραση από κανέναν επίσημο φορέα. Όπως αναφέρει ο ίδιος στην Karfitsa στη συγκεκριμένη περιοχή όπου οι νόμιμες καλλιέργειες είναι μόλις 22, «εδώ και 15 περίπου χρόνια τουλάχιστον, γεωμετρικά αυξανόμενες , παράνομες μονάδες μυδοκαλλιέργειας που καταλαμβάνουν τεράστιες θαλάσσιες εκτάσεις, περιορίζουν τους νόμιμους παραγωγούς, εξαντλούν το περιβαλλοντικό απόθεμα της περιοχής, υποβαθμίζουν το παραγόμενο προϊόν που εξάγεται». Η μη εκπόνηση του σχεδίου χωροθέτησης, εκτός του ότι λειτουργεί ζημιογόνα για τους νόμιμους, παραβαίνει τους κανονισμούς της ΕΕ, με αποτέλεσμα η περιοχή να οδηγηθεί σε λουκέτο και να δυσφημιστεί ένα προϊόν που εξάγεται κατά κόρον.

Ακολουθήστε τη Karfitsa στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.