Το «δίκαιο του ισχυρού» και τα όπλα της Ελλάδας
Ανάμεσα στις δύο θέσεις, του Γιώργου Κατρούγκαλου, ότι «η Τουρκία δεν επιδιώκει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο», και του Ευάγγελου Αποστολάκη, ότι «σε περίπτωση εμπλοκής είμαστε μόνοι μας», η ζυγαριά γέρνει προς τη δεύτερη.
Του ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ
Είναι προφανές ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει εδώ και καιρό πάψει να ενδιαφέρεται για τον Δυτικό κόσμο και λειτουργεί ως ανεξέλεγκτος «Σουλτάνος». Όποιος δεν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο και τα αχαρτογράφητα νερά που έχει μπει πλέον το τρίγωνο Αθήνα-Άγκυρα-Λευκωσία, τότε καλό θα είναι να κάτσει στον πάγκο. Ο Τούρκος πρόεδρος –γενικότερα η ηγεσία της απέναντι πλευράς όταν διεκδικεί κάτι– σπάνια μπλοφάρει.
Την ίδια ώρα, καθίσταται πλέον σαφές ότι η Ελλάδα το μόνο που μπορεί να περιμένει από την ΕΕ είναι κάποιες χλιαρές ανακοινώσεις στήριξης και κάποιες ατέρμονες συζητήσεις για κυρώσεις. Κακά τα ψέματα, οι Βρυξέλλες έτσι έχουν μάθει να λειτουργούν: γραφειοκρατικά και κωλυσιεργώντας. Δεν έχει χρειαστεί ποτέ να αντιπαρατεθούν με κάποιον που επιχειρεί να επιβάλλει τις θέσεις του με όπλο το «δίκαιο του ισχυρού», παρότι η ΕΕ και ισχυρή οικονομία διαθέτει και εντυπωσιακό οπλοστάσιο (σ.σ. κάποιες χώρες της, για να ακριβολογούμε). Η μοναδική εγγυήτρια δύναμη που θα μπορούσε να καθορίσει τις εξελίξεις και να σταθεί σύμμαχος της Ελλάδας απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα είναι οι ΗΠΑ, που όμως διαθέτουν στην ηγεσία του Λευκού Οίκου έναν εξίσου απρόβλεπτο πρόεδρο: τον Ντόναλντ Τραμπ.
Προσοχή, δεν λέει κανείς ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα κάνει στροφή 180 μοιρών και θα δεχτεί τα καπρίτσια του «Σουλτάνου». Όμως η Τουρκία αποτελεί ένα σημείο του χάρτη που οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν θέλουν να το «χαρίσουν» στη Ρωσία, αλλά το θέλουν στη δική τους σφαίρα επιρροής. Κι αυτό δεν πρέπει να το παραγνωρίζουν. Αυτός που πλέον δεν θέλουν είναι ο Ερντογάν, καθότι αποδείχτηκε αναξιόπιστος σύμμαχος κι ένα «κακομαθημένο παιδί» που συνεχώς ζητάει και ζητάει και ζητάει, προσφέροντας τη «φιλία» του με πολύ ακριβό τίμημα: ακόμη και για την υπερδύναμη.
Τι θα γίνει στο μέλλον; Ουδείς γνωρίζει. Αυτή την περίοδο οι σχέσεις Ουάσιγκτον – Αθήνας διανύουν τις καλύτερες των ημερών τους, όμως οι ισορροπίες αυτές μπορούν πολύ γρήγορα να αλλάξουν. Μέχρι τη συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν, στο περιθώριο της Συνόδου
των G-20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας, δεν θα έχουμε ραγδαίες εξελίξεις. Τότε θα φανεί προς τα πού πάει το πράγμα, ενώ σημαντικό ρόλο στις κινήσεις του «Σουλτάνου» θα παίξει και το αποτέλεσμα της κάλπης για τον δήμο Κωνσταντινούπολης. Εκεί που φαίνεται να χάνει ξανά. Κι ένας ηττημένος Ερντογάν είναι ακόμα πιο επικίνδυνος. Τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα; Να επικοινωνεί τις θέσεις της στη διεθνή κοινότητα και να προετοιμάζεται..