Η εγκατάλειψη και η απαξίωση μαραζώνουν τους Λίθους Μνήμης για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που είχαν τοποθετηθεί στο λιμάνι της πόλης το 2016.
Οκτώ χρόνια πριν είχαν τοποθετηθεί και παρουσιάστηκαν σε κλίμα συγκίνησης, με στόχο η μνήμη των περαστικών να «σκοντάφτει» στην ιστορία. Πρόκειται για πλάκες με τα ονόματα πέντε Εβραίων λιμενεργατών που εκτοπίστηκαν και εξοντώθηκαν στο Αουσβιτς: Εσδρά Πίτσων, Αβραάμ Σουχάμι, Ελιάου Κατάν Μάιρ, Μωύς Μόλχο και Χάιμ Μπενσοάν. Σήμερα το μνημείο είναι έρμαιο της εγκατάλειψης και της φθοράς, μετά βίας γίνεται αντιληπτό από τους περαστικούς, ενώ όπως μπορείτε να δείτε στις εικόνες της Karfitsa, η πλάκα με το όνομα του Αβραάμ Σουχάμι έχει ξεριζωθεί.

Το ζήτημα έθιξε το πρωί της Παρασκευής κατά την τοποθέτησή του στη συνεδρία «Επώδυνες απουσίες: Μνημονικοί τόποι και μνημεία για τους Εβραίους και τη δικτατορία στη Θεσσαλονίκη» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης ο ιστορικός με ειδίκευση στις πολιτισμικές σπουδές και διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Χρίστος Μάης.
Τονίζοντας την καλή προαίρεση της τοποθέτησής τους το 2016, σημείωσε ωστόσο τα έξης: «Ο τρόπος με τον οποίο τοποθετήθηκαν οι Λίθοι Μνήμης συμβάλλει περισσότερο στη δημιουργία ενός μνημονικού τόπου λήθης. Παρότι βρίσκονται στο δημόσιο χώρο πρόκειται έναν τόπο σχετικά αφανή, δίπλα από τον πεζόδρομο στον οποίο περπατάει όλος ο κόσμος. Βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τους κυβόλιθους οπότε ούτε καν σκοντάφτεις πάνω, ούτε τους παρατηρείς πολλές φορές. Θεωρώ ότι το περιεχόμενο άθελά του κρύβει το μέγεθος και τη σημασία των Θεσσαλονικέων Εβραίων του λιμανιού».

Μιλώντας για το σήμερα είπε επίσης: «Χθες προσπάθησα να τους εντοπίσω και να τους φωτογραφίσω εκ νέου. Παρότι θυμόμουν πού περίπου ήταν, παρότι ήμουν εκεί όταν τοποθετήθηκαν, εντούτοις δεν τους έβρισκα. Αναρωτήθηκα αν τους αφαίρεσαν». Κάνοντας λόγο για την αντίθεση στις εικόνες του 2016 όταν είχαν τοποθετηθεί και του σήμερα, υπογράμμισε: «Εγκαίνια, λαμπερές πλακέτες, λουλούδια και μερικά χρόνια μετά τα ψάχνεις και δεν τα βρίσκεις. Εγκαταλελειμμένα, αγνοημένα, πατημένα από την αδιαφορία».


Ο ίδιος τόνισε επίσης την ανάγκη έρευνας αλλά και ανάδειξης της ιστορίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. «Δεν ξέρουμε ούτε πόσοι Εβραίοι βρισκόταν στο λιμάνι τις παραμονές της εξόντωσης, δεν ξέρουμε πόσοι εξοντώθηκαν, πόσοι διασώθηκαν και πώς. Δεν ξέρουμε όχι γιατί δεν μπορούμε να μάθουμε αλλά γιατί δεν θέλουμε. Δεν θέσαμε ποτέ την ερώτηση προκειμένου να ζητήσουμε την απάντηση. Δεν μας ενδιαφέρει και τόσο. Παρόλα αυτά τα ίχνη υπάρχουν, επιμένουν, όσα χέρια σοβά και μπογιά κι αν τα περάσουμε. Το ζήτημα είναι κατά πόσο υπάρχουν οι ιχνηλάτες. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που συμβαίνει με τους Λίθους Μνήμης. Βρίσκονται κρυμμένοι σε δημόσια θέα όπως και η ιστορία των Εβραίων της πόλης».
Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής του επεσήμανε όμως πως μέχρι το 1912 το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ήταν το τρίτο μεγαλύτερο λιμάνι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι σεφαραδίτες Εβραίοι συγκεκριμένα κυριαρχούσαν στο λιμάνι σε όλα τα επίπεδα, από τους αστούς Εβραίους του λιμανιού (έμποροι, ναυτικοί πράκτορες), μέχρι τους χαμάληδες και τους καραγωγείς.
Σημειώνεται πως η συνεδρία «Επώδυνες απουσίες: Μνημονικοί τόποι και μνημεία για τους Εβραίους και τη δικτατορία στη Θεσσαλονίκη» πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των Αρχαιολογικών Διαλόγων. Πρόκειται για έναν δεκαετή θεσμό που διεξάγεται φέτος για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη στις 14-16 Ιουνίου, με τίτλο «Διάλογοι στην Ομίχλη – Δύσκολα πράγματα στο παρελθόν και το παρόν».

