Το ζήτημα του κατοχικού δανείου που χρωστά η Γερμανία στην Ελλάδα παραμένει ένα πολυσύνθετο και έντονα συναισθηματικό θέμα, που φέρει τεράστια ιστορική και ηθική βαρύτητα.
Παρά το πλήθος των υπεκφυγών και της στρατηγικής αποφυγής από πλευράς του Βερολίνου, τα γεγονότα και η ιστορική τεκμηρίωση επιβεβαιώνουν ότι το χρέος παραμένει ανοιχτό και άλυτο, ειδικά μετά την ενοποίηση της Γερμανίας. Ακόμη και αν η Γερμανία επιχειρεί να το παρουσιάσει ως κλειστό κεφάλαιο, η Ελλάδα έχει επιμείνει διαχρονικά στη διατήρηση των διεκδικήσεών της.
Η Γερμανία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ωφελήθηκε γενναιόδωρα από τους νικητές με τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1953 και την ελάφρυνση των οφειλών της, συνεχίζει να αρνείται τις αποζημιώσεις προς την Ελλάδα για τα εγκλήματα που διέπραξε κατά τη διάρκεια της κατοχής. Οι ελληνικές διεκδικήσεις βρίσκονται σε εκκρεμότητα από το τέλος του πολέμου, όταν η Διάσκεψη των Παρισίων (1945-1946) εκτίμησε τις απαιτήσεις σε 7,5 δισ. δολάρια. Η ίδια η Γερμανία είχε, μάλιστα, αναγνωρίσει το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, καταβάλλοντας τις πρώτες δόσεις προτού διακόψει τις πληρωμές.
Στη συνέχεια, το Βερολίνο επιχείρησε να κλείσει το ζήτημα με μια ασαφή συμφωνία το 1960, καταβάλλοντας 115 εκατομμύρια μάρκα, αποζημίωση που αφορούσε αποκλειστικά θύματα εθνικοσοσιαλιστικής δίωξης για λόγους θρησκευτικούς ή φυλετικούς (κυρίως για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης). Η Ελλάδα, όμως, ρητά επιφυλάχθηκε να διεκδικήσει περαιτέρω αποζημιώσεις, ενώ, παρά την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990 με τη Συνθήκη 2+4, το Βερολίνο ισχυρίστηκε αυθαίρετα πως το θέμα είχε κλείσει.
Οι ελληνικές διεκδικήσεις είναι ισχυρές και νομικά τεκμηριωμένες. Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, κάτι που καθιστά τις απαιτήσεις της Ελλάδας ενεργές και νομιμοποιημένες. Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης το 2012, ενώ αναγνώρισε την ετεροδικία, δεν θεώρησε ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις είναι άκυρες. Αντιθέτως, προέτρεψε τα κράτη να συνεργαστούν για την επίλυση αυτών των διαφορών. Το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο το 2014 αποφάνθηκε, επίσης, ότι η ετεροδικία δεν ισχύει σε περιπτώσεις εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα ιδιωτών να εγείρουν αξιώσεις.
Η Γερμανία επιχείρησε να ερμηνεύσει τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως έμμεση αποζημίωση προς την Ελλάδα. Αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος έως και αστείος, αφού τα κοινοτικά κονδύλια αφορούν τη συνοχή και την ανάπτυξη των χωρών-μελών και δεν σχετίζονται με πολεμικές αποζημιώσεις. Παράλληλα, από το 2013 και μετά, η Ελλάδα ανέδειξε εκ νέου το ζήτημα, συμπίπτοντας με τις διαπραγματεύσεις της για την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη. Παρότι η ελληνική κυβέρνηση επί ΣΥΡΙΖΑ αρχικά διεκδίκησε τις αποζημιώσεις, η υπογραφή του τρίτου μνημονίου έθεσε το θέμα προσωρινά στο περιθώριο.
Οι ελληνικές διεκδικήσεις συχνά επανέρχονται στο προσκήνιο, αλλά αντιμετωπίζουν ένα αδιάλλακτο γερμανικό κράτος που επιμένει να αποφεύγει το θέμα. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην Ελλάδα υπολογίζει ότι το χρέος ανέρχεται σε 11 δισ. ευρώ για το κατοχικό δάνειο, με τις συνολικές απαιτήσεις για αποζημιώσεις να φτάνουν σε πάνω από 100 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η αναγνώριση του χρέους από τη Γερμανία παραμένει το κρίσιμο πρώτο βήμα για οποιαδήποτε περαιτέρω διαπραγμάτευση.
Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να ελπίζει ότι η Γερμανία θα πληρώσει κάποια στιγμή το κατοχικό δάνειο, αλλά για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται ενισχυμένη πολιτική βούληση, διπλωματική πίεση και στήριξη από τη διεθνή κοινότητα. Ορθώς, τόσο η Π.τ.Δ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επανέφεραν το θέμα στην πρόσφατη επίσκεψη του Γερμανού προέδρου στην Ελλάδα. Οι διαδοχικές υπεκφυγές της Γερμανίας όπως η τελευταία του προέδρου Γιαν – Φρανκ Στανμάγιερ και η αποφυγή αντιμετώπισης της ιστορικής ευθύνης δεν μειώνουν τη νομιμότητα των ελληνικών διεκδικήσεων, οι οποίες είναι θεμελιωμένες τόσο ηθικά όσο και νομικά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ KARFITSA