Τα κόμματα που έχουν ασκήσει εξουσία δεν καρπώνονται τίποτα από την κοινωνική ένταση που επικρατεί για τις συνθήκες του πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος
Το νέο κύμα των δημοσκοπήσεων που διενεργούνται και αναμένεται να παρουσιαστούν σταδιακά έως τα τέλη του μήνα, οπότε και θα γίνουν τα νέα συλλαλητήρια για τα Τέμπη, φαίνεται ότι θα επιβεβαιώσουν όσα ξέρουμε μέχρι σήμερα. Ότι, δηλαδή, τα κόμματα που έχουν ασκήσει εξουσία δεν καρπώνονται τίποτα από την κοινωνική ένταση που επικρατεί για τις συνθήκες του πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος. Και αυτό, γιατί, όπως λένε έμπειροι δημοσκόποι, στη συλλογική συνείδηση, το δυστύχημα κρύβει από κάτω όλες τις παθογένειες του ελληνικού Δημοσίου τα τελευταία πολλά χρόνια. Οπότε, όσοι έχουν κυβερνήσει χρεώνονται κομμάτι της αδυναμίας των εκάστοτε κυβερνώντων να προβούν σε καθοριστικές κινήσεις για τη διόρθωση των πολυεπίπεδων προβλημάτων στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας.
Αναποφάσιστοι
Οι ίδιες πηγές ουσιαστικά επιβεβαιώνουν ότι οι πρώτες ενδείξεις από τις έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν περαιτέρω αύξηση των ποσοστών της λεγόμενης «γκρίζας ζώνης», δηλαδή των αναποφάσιστων, η οποία τον Ιανουάριο κυμάνθηκε από 14% έως 16%. Τώρα εκτιμάται πως το ποσοστό δεν αποκλείεται να αγγίξει ακόμα και το 20%!
Για το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν ποντάρει αντιπολιτευτικά στην τραγωδία των Τεμπών, τα πράγματα φαίνεται ότι είναι δύσκολα, αφού κρατούν μεν τις δυνάμεις τους, αλλά έχουν σημαντική δυσκολία να αυξήσουν τα ποσοστά τους. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση βρίσκεται στον δεύτερο χρόνο της δεύτερης θητείας της, που ιστορικά είναι το πιο «βαθύ» σημείο, και επιπρόσθετα βάλλεται πανταχόθεν για τα Τέμπη.
Αντιθέτως, τα δύο κόμματα που δείχνουν να εισπράττουν σημαντικό κομμάτι της γενικευμένης δυσαρέσκειας είναι η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Τι σημαίνει αυτό; Κατά τους ειδικούς, συνιστά απόλυτη επιβεβαίωση ότι οι πολίτες θεωρούν πως, εκτός από τη ΝΔ, και το ΠΑΣΟΚ όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον συστημικά κόμματα.
Το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη ζήτησε Προανακριτική για τον υφυπουργό Χρήστο Τριαντόπουλο μόνο μετά τα μαζικά συλλαλητήρια για τα Τέμπη. Επικαλέστηκε, δε, στοιχεία τα οποία ήταν επί μήνες στη Βουλή, αλλά ουδείς από το ΠΑΣΟΚ ενδιαφέρθηκε να τα αξιοποιήσει. Επιπρόσθετα, έχει έναν προβληματισμό για την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης και αναμένει πρώτα τα δύο πορίσματα, του Πολυτεχνείου και του Οργανισμού για τη Διερεύνηση Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων.
Κομματικός ανταγωνισμός
Αυτό που όμως, σύμφωνα με τους δημοσκόπους, μένει ως εντύπωση στους ψηφοφόρους είναι ο διαρκής ανταγωνισμός με τον ΣΥΡΙΖΑ για το ποιος θα λάβει πρώτος τις διάφορες προβλεπόμενες κοινοβουλευτικές διαδικασίες για να στριμώξουν την κυβέρνηση. «Οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και δεν επηρεάζονται από επικοινωνιακές τακτικές, οι οποίες ενίοτε γυρίζουν μπούμερανγκ», σχολιάζει γνωστός δημοσκόπος. Πιθανότατα για αυτό το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να πλησιάσει το 20% που έχει θέσει ως στόχο, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κατρακυλήσει σε μονοψήφιο ποσοστό. Γιατί και τα δύο κόμματα βλέπουν τα Τέμπη ως ευκαιρία, θεωρώντας -ερήμην των ψηφοφόρων- ότι η λαϊκή οργή μπορεί να τροφοδοτήσει τα ποσοστά τους, αλλά λησμονούν ότι το εκλογικό σώμα δεν έχει ξεχάσει ούτε την καταστροφική διαχείριση της πυρκαγιάς στο Μάτι ούτε και την εποχή του Αλέξη Τσίπρα και των ωμών παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη.
Επίσης, για τη σύμβαση 717, η οποία θεωρητικά τουλάχιστον θα μπορούσε να αποτρέψει σιδηροδρομικά δυστυχήματα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει σημαντικές ευθύνες, καθώς έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί στη θητεία της, αλλά αυτό δεν συνέβη.
Το άγχος του ΠΑΣΟΚ
Άλλος δημοσκόπος θεωρεί ότι η αδυναμία των δύο αυτών κομμάτων να εισπράξουν μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ο διαρκής ανταγωνισμός τους δείχνει το άγχος που έχει το ΠΑΣΟΚ να επιβεβαιώσει τον ρόλο του βασικού πολιτικού αντιπάλου της ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι ηγείται της προοδευτικής αντιπολίτευσης. «Το αποτέλεσμα είναι ότι τα δύο κόμματα “σπρώχνονται” και αναλώνουν ενέργεια στις μεταξύ τους αψιμαχίες, έχοντας ανοιχτό μέτωπο μεταξύ τους και όχι με την κυβέρνηση. Και για τον μέσο πολίτη που είναι δύσκολο έως αδύνατο να παρακολουθήσει τις κινήσεις και την επιχειρηματολογία με την οποία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύουν τη διαφωνία τους σε διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες, αυτό που μένει είναι η φασαρία του καβγά που επιβεβαιώνει ότι ανάμεσα στα κόμματα της Κεντροαριστεράς υπάρχει σχέση ανταγωνιστικότητας και αμοιβαίας καχυποψίας. Και αυτό είναι αντικίνητρο για τον μέσο ψηφοφόρο», προσθέτει η ίδια πηγή.
Από την ηλεκτρονική εφημερίδα Political



