O ηθοποιός Πάνος Αναγνωστόπουλος, μιλάει στην «Κ», για την παράσταση που πρωταγωνιστεί, για τη δυσκολία του ηθοποιού σε απαιτητικούς ρόλους, για το bulliyng αλλά και για τα βήματα της Ελλάδας σε θέματα που αφορούν την lgbtq+.

Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις στην ερμηνεία του χαρακτήρα σας;
«Στην Πλαστελίνη, όλοι οι ηθοποιοί καλούμαστε να αναμετρηθούμε με ένα σύμπαν φαινομενικά τελείως ξένο με τις προσλαμβάνουσές μας. Ένα τοπίο απόλυτης σκληρότητας που ωθεί τα πλάσματά του στα άκρα και, παρόλα αυτά, είναι 100% πραγματικό, μιας και ακόμα και οι πιο σκληρές εικόνες είναι αποτέλεσμα της ίδιας της ζωής και των βιωμάτων του συγγραφέα. Όταν διάβασα πρώτη φορά το έργο, η πρώτη μου σκέψη ήταν: «Δεν υπάρχει καμία ευαισθησία.» Όχι στο κείμενο, αλλά παντού γύρω μου. Οι άνθρωποι έχουμε αποκτηνωθείτελείως. Αποφάσισα, λοιπόν, να ψάξω την ευαισθησία και άρχισα με ορμή να χτυπιέμαι πάνω στα κοφτερά βράχια του Sigarev. Κι έτσι προέκυψαν δύο τινά: Πρώτον, απέτυχα να βρω την ευαισθησία. Δεύτερον, σκύλιασα. Οπότε θα συνεχίσω να κοπανιέμαι μέχρι να την βρω».
Υπάρχει κάποια σκηνή που σας δυσκόλεψε και κάποια που σας συγκίνησε ιδιαίτερα;
«Το έργο είναι ένα ακραία λεπτομερές κέντημα, από εξαιρετικά απαιτητικές σκηνές ρυθμικά,
υποκριτικά και ψυχοσωματικά. Νομίζω ότι ολόκληρο μου είναι δύσκολο, αλλά κάπως
αυτοκαταστροφικά αυτό με εξιτάρει απίστευτα. Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα βίας και σκληρών εικόνων, μια σκηνή που με συγκινεί ιδιαίτερα είναι όταν ο Μαξίμ και ο Λιόχα βρίσκονται μέσα στο σινεμά, όπου μπαίνουν κρυφά για να παρακολουθήσουν την ταινία Καλιγούλας.
Εκεί, για μένα, είναι μια στιγμή ποίησης. Βλέπω τους εραστές του Magritte μπροστά στα
μάτια μου. Και ποιος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από αυτό;».
Τι μήνυμα θέλετε να περάσετε στο κοινό σας μέσα από την παράσταση;
«Το τι παίρνει ο κάθε άνθρωπος από την τέχνη είναι τελείως υποκειμενικό. Ανοίξτε τα
αισθητήριά σας και βουτήξτε. Αυτό που λαμβάνω εγώ είναι το γεγονός πως όταν κάτι μας προκαλεί αποστροφή, δεν είναι επειδή είναι πολύ μακριά μας, αλλά γιατί κάπου μέσα μας καταλαβαίνουμε,
κοιτάζοντάς το, ότι του μοιάζουμε».
Το έργο μιλάει για ένα παιδί που έχει δεχτεί bullying λόγω της σεξουαλικότητάς του. Έχετε βιώσει κι εσείς κάτι παρόμοιο στην προσωπική σας ζωή;
«Η αλήθεια είναι πως ο Μαξίμ, το κεντρικό πρόσωπο του έργου, δεν έχει απλώς δεχτεί
bullying. Είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος, το κάθαρμα πάνω στο οποίο εξαγνίζεται η βία
των ανθρώπων που τον περιβάλλουν, σε όλες τις μορφές και εκφάνσεις της.
Ήμουν πολύ τυχερός ως παιδί. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη, με δύο
γονείς που με στηρίζουν και, το βασικότερο, με ακούνε και τους εμπιστεύομαι.Το φαινόμενο του bullying –είτε ως θύτης, είτε ως θύμα– ανθίζει εκεί όπου δεν υπάρχουν τα παραπάνω. Είναι ένα φαινόμενο κάπως ρευστό μέσα στη συνείδησή μας, αλλά πολύ σαφώς ορισμένο από ειδικούς ανά τον κόσμο. Ο εκφοβισμός που μπορεί να δέχεται ένας άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η
ανάγκη του θύτη για επιβεβαίωση. Και σταματάει όταν το θύμα βρίσκει τη δύναμη να
μιλήσει. Αν το περιβάλλον του είναι υγιές, τότε το πρόβλημα θα επικοινωνηθεί και θα
λυθεί. Το bullying σταματά να είναι εκφοβισμός όταν ο θύτης παύει να αναζητά επιβεβαίωση και
στρέφεται προς την επιβολή. Τότε μιλάμε για ωμή βία, και εκεί πρέπει να ληφθούν όλα τα
απαραίτητα μέτρα. Όσο για τον θύτη, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι άνθρωποι που έχουν δεχτεί βία, έχουν στερηθεί την αγάπη και την προσοχή, και ο μόνος τρόπος να
υπάρξουν είναι βρίσκοντας τον συμπληρωματικό τους ρόλο: το θύμα. Για να απαντήσω, λοιπόν, στην ερώτησή σας: όχι, δεν έχω δεχτεί bullying, γιατί μου έμαθαν ότι αν έχω πρόβλημα, πρέπει να το επικοινωνώ. Και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα με ακούσουν και δεν θα με κρίνουν».

Πιστεύετε ότι η Ελλάδα έχει κάνει κάποια βήματα στην αποδοχή της LGBTQ+ κοινότητας;
«Κάποια βήματα. Μπουσουλάμε. Και χειροκροτάμε για τα εκατοστά που κερδίζουμε προς τα αυτονόητα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από τον έρωτα και τίποτα πιο πηγαίο και αγνό από τη
σεξουαλικότητα. Καταπιέζουμε συστηματικά το είναι μας για να χωρέσουμε στα καλοσχηματισμένα
κουτάκια που μας προσφέρουν απλόχερα η θρησκεία –δεν μιλώ για την πίστη, που είναι
κάτι τελείως διαφορετικό– και το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον μας. Ακρωτηριάζουμε τη σεξουαλικότητά μας και κακοφορμίζουμε, ευγνώμονες που καταφέραμε να χωρέσουμε. Ναι, έχουμε κάνει κάποια βήματα. Αλλά πρέπει να αρχίσουμε να τρέχουμε με φρενήρη ρυθμό προς την αποδοχή του ανθρώπου στην ολότητά του – με τις διαφορές, τις εκκρίσεις και τις σεξουαλικότητές του.
Γιατί, στην τελική, είμαστε εδώ. Και είμαστε μεταξύ μας».
Πιστεύετε ότι οι έφηβοι, μέσω της παράστασης στην οποία πρωταγωνιστείτε, μιας και μιλάει για έναν δεκατετράχρονο μαθητή, θα πάρουν ένα push ώστε να αρχίσουν και οι ίδιοι να αποδέχονται περισσότερο τον εαυτό τους;
«Το έργο δεν είναι μια εφηβική παράσταση. Έχει πολύ σκληρές εικόνες που, με έναν παράδοξο τρόπο, καταφέρνουν να μετουσιωθούν σε ποίηση. Είναι πολύ ανησυχητικό το πώς η βία και η σκληρότητα μας είναι τόσο γνώριμες και οικείες, που κανείς μας πια δεν συγκινείται. Λόγω της ειδικότητάς μου ως θεατροπαιδαγωγός και της συνεργασίας μου με εφήβ@ μέσω της Εταιρείας Θεάτρου Πρόταση, στην οποία διδάσκω μαζί με τη Δήμητρα Μήττα, μπορώ με βεβαιότητα να πω πως τα έφηβ@ σήμερα είναι πολύ πιο ενεργ@ και συνειδητοποιημέν@ σε σχέση με πολλά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Οπότε, το βάρος πέφτει σε εμάς. Τους γονείς. Τους δασκάλους. Γιατί, αντί να τους δώσουμε τα εφόδια και να τ@ παροτρύνουμε να χαράξουν τον δικό τους δρόμο, τ@ ακρωτηριάζουμε. Και τ@ οδηγούμε σε έναν δρόμο βολέματος, κοινωνικής συμμόρφωσης και αποκοπής από τον εσώτερο εαυτό τους.
Από φόβο. Μη και δεν χωρέσουν!».

Λίγα λόγια για το έργο: Σε μια βιομηχανική πόλη της Ρωσίας, άνθρωποι βυθισμένοι στη φτώχεια και την απόγνωση μεθούν, εκτονώνουν την οργή τους και απαιτούν σεξ. Ο Μαξίμ, ένας 14χρονος μαθητής, παλεύει να επιβιώσει μέσα σε αυτήν την αστική κόλαση. Ο θάνατος ενός φίλου, ο ξυλοδαρμός του στο σχολείο λόγω της σεξουαλικότητας του, οι ωμές παρενοχλήσεις και, τελικά, η ενέδρα που του στήνει μια κοπέλα, η οποία καταλήγει στο βιασμό του από δυο άνδρες, τον σημαδεύουν ανεξίτηλα. Η μόνη του διέξοδος είναι το δωμάτιό του, όπου εκτονώνεται απροσποίητος μέσα από την τέχνη, δίνοντας τη δική του μάχη ενάντια σε ό,τι ζει. Ο συγγραφέας αποτυπώνει την ποιητική ευαισθησία ενός εφήβου της εποχής, κρυμμένη πίσω από την απροκάλυπτη βία μιας ολόκληρης κοινωνίας.