«Δεν θέλουμε να γίνουμε η ενεργειακή χαβούζα της Ευρώπης». Με τα λόγια αυτά ένας κάτοικος της Καβάλας, ο ιχθυολόγος Πάνος Λεονταράκης συνοψίζει τη θέση του αλλά και τη θέση της Πρωτοβουλίας Πολιτών της περιοχής (στην οποία είναι μέλος), έναντι του έργου αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που σχεδιάζεται να κατασκευαστεί στην περιοχή του Πρίνου.
Της Φανής Χαρίση
Η αποθήκη του CO2 θα είναι υποθαλάσσια και συγκεκριμένα σε ανενεργό πεδίο του Πρίνου που πλέον δεν παράγει πετρέλαιο. Το έργο της αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα θα γίνει από την εταιρεία EnEarth, η οποία είναι θυγατρική της Energean που διαχειρίζεται τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Πρίνο.
Όπως αναφέρει η ίδια η εταιρεία EnEarth «o Πρίνος είναι το μοναδικό επενδυτικό πεδίο παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ελλάδα. Το πεδίο ανακαλύφθηκε το 1974 και ξεκίνησε να παράγει το 1981. Η Energean, στον όμιλο της οποίας ανήκει η EnEarth, διαχειρίζεται το κοίτασμα από το 2007, έχοντας συσσωρεύσει μια πλήρη γνώση του ταμιευτήρα.Τώρα, η EnEarth σκοπεύει να αξιοποιήσει την πολύχρονη αυτή εμπειρία για να μετατρέψει τις εγκαταστάσεις, ώστε αυτές να είναι ικανές να αποθηκεύσουν με ασφάλεια διοξείδιο του άνθρακα (CO2) σε σημεία της λεκάνης τα οποία δεν θα παράγουν πλέον πετρέλαιο».

Μάλιστα όπως τονίζει η εταιρεία οι εγκαταστάσεις στον Πρίνο «έχουν ταυτοποιηθεί ως ο μόνος κατάλληλος χώρος στην Ελλάδα για την αποθήκευση άνθρακα και ένας από τους λίγους χώρους που έχουν εξεταστεί στη Μεσόγειο».
Η επένδυση σύμφωνα με την εταιρεία είναι άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ και σε πρώτη φάση αφορά την αποθήκευση 1 εκατ. τόνων διοξειδίου του άνθρακα ετησίως από το 2026 και μετά, ενώ σε δεύτερη φάση την αποθήκευση 3 εκατ. τόνων άνθρακα ετησίως –από το 2029 και μετά- με την αξιοποίηση των υφισταμένων υποδομών του Πρίνου τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο μακροπρόθεσμος στόχος της εταιρείας είναι η αποθήκευση 66 εκατ. τόνων διοξειδίου του άνθρακα το 2050.
Τον περασμένο Φεβρουάριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε την χρηματοδότηση του έργου με περίπου 120 εκατομμύρια ευρώ από το πρόγραμμα Connecting Europe Facility, ενώ υπάρχει και χρηματοδότηση 150 εκατ. ευρώ από το ελληνικό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility).
Στην αποθήκη του Πρίνου αναμένεται να αποθηκεύονται εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από βιομηχανίες τόσο της Ελλάδας όσο και άλλων ευρωπαϊκών χωρών καθώς το έργο θεωρείται κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.
Η εταιρεία τον Οκτώβριο του 2022, έλαβε άδεια εξερεύνησης για αποθήκευση άνθρακα και τον Ιούνιο του 2024 η EnEarth υπέβαλε επίσημα αίτηση για άδεια αποθήκευσης CO2.

Το έργο προς το παρόν παραμένει ένα σχέδιο επί χάρτου και όπως αναφέρει στην «Κ» ο κ. Λεονταράκης είναι «σκάνδαλο το ότι έχει χρηματοδοτηθεί από την Ε.Ε.», καθώς ακόμα, όπως τονίζει, δεν έχει εγκριθεί η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.

Ο κ. Λεονταράκης και τα άλλα μέλη της Πρωτοβουλίας Πολιτών κατά της αποθήκευσης CO2 επισημαίνουν ότι η δημιουργία της αποθήκης στον Πρίνο ελλοχεύει τεράστιους κοινωνικούς, οικονομικούς κινδύνους και φυσικά περιβαλλοντικούς κινδύνους.«Να το πω απλά, παίζετε στα ζάρια η αναπτυξιακή προοπτική της ευρύτερης περιοχής που κυρίως αφορά τον τουρισμό, την αλιεία και την αγροτική παραγωγή και φυσικά έχει και περιβαλλοντικές διαστάσεις, γιατί σε περίπτωση ενός ατυχήματος, μιας διαφυγής (σ.σ. CO2), υπάρχουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στο θαλάσσιο όσο και στο χερσαίο περιβάλλον. Φυσικά, να μην ξεχνάμε και τον γεωπολιτικό παράγοντα, ο οποίος είναι πολύ ισχυρός, με την έννοια ότι ουσιαστικά επιβάλλεται στην χώρα μας και στην περιοχή μας αυτός ο σχεδιασμός από τα ξένα μεγάλα ευρωπαϊκά πολυεθνικά συμφέροντα, γιατί κυρίως αυτά θα εξυπηρετεί η αποθήκη», τόνισε ο κ. Λεονταράκης.
Η εταιρεία για την αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα αναμένεται να αξιοποιήσει τις χερσαίες εγκαταστάσεις στην Καβάλα και να ποντίσει έναν αγωγό που θα μεταφέρει το διοξείδιο στην υποθαλάσσια αποθήκη, ενώ προβλέπεται και παραλαβή φορτίων με κοντέινερ.
«Φορτηγά εμπορευματοκιβωτίων ISO θα μεταφέρουν τα φορτία CO2 από την πηγή εκπομπής στην αποβάθρα του εργοστασίου Σίγμα. Τα εμπορευματοκιβώτια θα παραλαμβάνονται από τα φορτηγά, θα φορτώνονται στο κατάστρωμα σκαφών ανεφοδιασμού/φορτηγίδας μεταφοράς με χρήση γερανού, και θα μεταφέρονται στις υπεράκτιες εγκαταστάσεις στην υπάρχουσα εξέδρα Βήτα», αναφέρει η εταιρεία EnEarth στην Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.
«Ο αρχικός σχεδιασμός της εταιρείας έλεγε ότι θα υπάρχει μεταφορά διοξειδίου του άνθρακα από την Ιταλία, την Κροατία και με αγωγό από την βιομηχανική ζώνη της Βουλγαρίας στην μονάδα Σίγμα δηλαδή στη μονάδα της Νέας Καρβάλης κι από εκεί με αγωγό στην εξέδρα στον Πρίνο, όπου θα γίνεται η αποθήκευση, η αιώνια ταφή. Αυτός ο σχεδιασμός άλλαξε και τώρα υπάρχει μεταφορά από Μασσαλία, Σικελία, Κροατία και τη βιομηχανική ζώνη Βοιωτίας και Αττικής με πλοία στον Πρίνο», ανέφερε ο κ. Λεονταράκης.
Αντίθετοι στην δημιουργία της αποθήκης είναι και κάτοικοι της Θάσου όπως ανέφερε στην «Κ» η κ. Ειρήνη Κοντογεωργίου μέλος του νησιωτικού περιβαλλοντολογικού συλλόγου «Θάσος Νερό ΣΟΣ», ενώ αντίθετο είναι και το δημοτικό συμβούλιο του νησιού που στις 12 Φεβρουαρίου ενέκρινε κατά πλειοψηφία ψήφισμα κατά του έργου της αποθήκευσης CO2.
«Ο Δήμος της Θάσου, ως ο ανώτατος πολιτειακός θεσμός του τόπου, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στο παρόν αλλά και το μέλλον του τόπου μας σαφώς δεν δύναται να συμφωνήσει και αντιτίθεται στην εκτέλεση του έργου της αποθήκευσης CO2 στην υποθαλάσσια περιοχή του Πρίνου της Θάσου. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από ένα τέτοιο έργο, όποια και αν είναι η πρόθεση αυτών που το αποφάσισαν καθώς και αυτών που θα το εκτελέσουν δημιουργούν σε εμάς του κατοίκους του τόπου αυτού έντονες και δικαιολογημένες ανησυχίες και φόβους, οι οποίοι μας εμποδίζουν να δεχτούμε το έργο αυτό» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο ψήφισμα του δημοτικού συμβουλίου Θάσου.
Αντιδράσεις και από Greenpeace Greece και WWF Hellas
Περαιτέρω δε, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι σε κοινό σχόλιο τους για την αποθήκη στον Πρίνο, δυο μεγάλες περιβαλλοντικές οργανώσεις, η Greenpeace Greece και η WWF Hellas επισημαίνουν χαρακτηριστικά ότι «η χρήση τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα δεν είναι απλά τεράστιου κόστους εγκαταστάσεις που έχουν περιορισμένη μέχρι σήμερα εφαρμογή και αναπόδεικτη αποτελεσματικότητα, αλλά επιφυλάσσουν σοβαρότατους περιβαλλοντικούς κινδύνους και δεν μπορούν να αποτελέσουν ευρείας κλίμακας λύση για το κλίμα».
Αναφερόμενες μάλιστα στη διεθνή εμπειρία παρόμοιων έργων παραθέτουν τέσσερα παραδείγματα όπου έγιναν παρόμοιες αποθήκες στη Νορβηγία, στην Αλγερία και στην Αυστραλία και στα προβλήματα που σημειώθηκαν. Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι: «Στο Sleipner (Νορβηγία) που βρίσκεται στο νότιο μέρος της Βόρεας Θάλασσας, το CO2 που απορρίπτεται μετακινήθηκε σε μία στρώση κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας, την οποία τα γεωλογικά μοντέλα προσομοίωσης που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλέψει. Ως αποτέλεσμα, εκατομμύρια τόνοι CO2 (κανείς δεν μπορεί να εκτίμησε πόσο) μετακινούνται πλέον σε διάφορες κατευθύνσεις από τον πυθμένα της θάλασσας.
Στο έργο του Snøhit (Νορβηγία) της Θάλασσας του Μπάρεντς η πρώτη προσπάθεια απόρριψης CO2 ακυρώθηκε λόγω της ταχείας αύξησης της πίεσης σε κρίσιμα επίπεδα. Μόνο η τρίτη προσπάθεια φαίνεται να έχει αποτελέσματα (ως τώρα).
Σε μία παρόμοια περίπτωση στο In Salah της Αλγερίας το έργο απέτυχε εντελώς, αφού για πολύ μεγάλο διάστημα οι διαχειριστές του αγνοούσαν την απρόσμενη αύξηση της πίεσης στον χώρο εναπόθεσης το CO2. Το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσει το έργο ξαφνικά, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, αφού το έδαφος πάνω από τον χώρο εναπόθεσης είχε ανυψωθεί κατά αρκετά εκατοστά.
Στο έργο Gorgon στην Αυστραλία παρά τις πολυετείς προσπάθειες (τουλάχιστον οκτώ ετών) δεν είχε καταστεί δυνατή σημαντική απόθεση CO2, λόγω της εισόδου νερού στον χώρο εναπόθεσης. Η εταιρεία Chevron, η οποία λειτουργεί το έργο, θα πρέπει να μεταχειριστεί μέρος της υποδομής για τη σταθεροποίηση της εγκατάστασης, αν πρόκειται να λειτουργήσει το έργο».
Οι δύο οργανώσεις επισημαίνουν επίσης ότι η εξάρτηση από την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCS) για την επίτευξη των παγκόσμιων στόχων εκπομπών στο απαιτούμενο χρονοδιάγραμμα είναι υψηλού κινδύνου λόγω του αναπόδεικτου και θεωρητικού χαρακτήρα των τεχνολογιών κι ότι μέσω πιλοτικού χαρακτήρα εγκαταστάσεων CCS δεσμεύεται σήμερα λιγότερο από το 0,1% των παγκόσμιων εκπομπών.
«Η διοχέτευση διοξειδίου του άνθρακα στο υπέδαφος της ξηράς ή της θάλασσας για μόνιμη αποθήκευση είναι πολύπλοκη και μπορεί να ενέχει σημαντικούς συνεχείς περιβαλλοντικούς και κλιματικούς κινδύνους. Σε περιπτώσεις διαρροών ή μη ελέγχου των υποθαλάσσιων σχηματισμών, εάν αυτοί μεταβληθούν λόγω της εναπόθεσης τεράστιων ποσοτήτων CO2, ο κίνδυνος διαρροών για το θαλάσσιο περιβάλλον της Θάσου και της ευρύτερης περιοχής θα ήταν σημαντικός» επισημαίνουν οι δυο περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Υπέρ του έργου το ΤΕΕ Ανατολικής Μακεδονίας
Θέση υπέρ του έργου πήρε κατά την πρόσφατη συνεδρίασή της η Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΕ Ανατολικής Μακεδονίας επισημαίνοντας μάλιστα ότι το έργο «μπορεί να υλοποιηθεί με ασφάλεια και περιορισμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις».
Ειδικότερα, η Δ.Ε. του ΤΕΕ Αν. Μακεδονίας επισημαίνει ότι η χρήση του συγκεκριμένου ταμιευτήρα, όπου θα αποθηκεύεται το διοξείδιο του άνθρακα, «δεν εγείρει ανησυχίες για την ασφάλεια δεδομένης της πρότερης μακράς ιστορίας εκμετάλλευσής του κι επομένως της εκτεταμένης γνώσης των χαρακτηριστικών του», προσθέτοντας ότι «σε αντίθεση με τους υδρογονάνθρακες σε κάθε σημείο της υφιστάμενης εγκατάστασης (χερσαία εγκατάσταση «Σίγμα», υποθαλάσσιος αγωγός, πλατφόρμες), το CO2 αποτελεί ένα ασφαλές, αδρανές αέριο που δεν παρουσιάζει εκρηκτική συμπεριφορά ή τοξικότητα».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ KARFITSA