Σε μια ακόμη προκλητική και αντιφατική παρέμβαση, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να εμφανιστεί ως υπεύθυνος συνομιλητής προς τη Δύση και την Αθήνα, ενώ επαναφέρει μετ’ επιτάσεως την απαράδεκτη θέση περί λύσης δύο κρατών στην Κύπρο, καταπατώντας κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας και παραγνωρίζοντας κατάφωρα τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης επιστροφής από τη Ρώμη, όπου συμμετείχε στην Διακυβερνητική Σύνοδο με την Ιταλία, ο Τούρκος πρόεδρος δήλωσε πως «επιθυμεί την ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας με την Ελλάδα» και παράλληλα επανέλαβε τη θέση του για αναγνώριση της τουρκοκυπριακής οντότητας ως ανεξάρτητου κράτους. Δηλαδή, ζήτησε επισήμως την κατοχύρωση της τουρκικής εισβολής και της κατοχής ως “λύσης”.
Η Ελλάδα δεν πρόκειται να νομιμοποιήσει τη διχοτόμηση
Η Αθήνα έχει διαμηνύσει σε κάθε τόνο –και προς κάθε κατεύθυνση– ότι η μόνη αποδεκτή λύση για το Κυπριακό είναι η επανένωση του νησιού στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Οποιαδήποτε αναφορά σε «δύο κράτη» συνιστά ρητή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και προσβολή της κυπριακής κυριαρχίας.
Η προσπάθεια του Τούρκου προέδρου να εμφανίσει τον εαυτό του ως «ειρηνοποιό», την ίδια στιγμή που υπονομεύει ανοιχτά την εθνική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν πείθει κανέναν. Το γεγονός ότι αναφέρεται στη «μη εγκατάλειψη των Τουρκοκυπρίων» δείχνει τη συνέχιση της πολιτικής εποικισμού και εξάρτησης που η Άγκυρα ακολουθεί στην κατεχόμενη ζώνη του νησιού.
Ερντογάν: Προσπάθεια ωραιοποίησης και νέα μέτωπα
Ο Ερντογάν, εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία των γεωπολιτικών ανακατατάξεων, προσπαθεί να παρουσιάσει μια εικόνα “ρεαλιστή ηγέτη”, την ώρα που ενισχύει τις συνεργασίες του με την Ιταλία στην αμυντική βιομηχανία και συζητά στρατηγικά ανοίγματα στην Αφρική. Την ίδια στιγμή, δηλώνει ότι προσβλέπει σε συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ, προσπαθώντας να επαναφέρει τις προσωπικές του διπλωματικές γέφυρες.
Ωστόσο, η ελληνική πλευρά δεν παρασύρεται από ευφημισμούς περί φιλίας, όταν οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας παραμένουν σταθερά αναθεωρητικοί και η πίεση για διχοτομικές λύσεις στην Κύπρο ανανεώνεται διαρκώς. Η Αθήνα συνεχίζει να στηρίζει έμπρακτα τη Λευκωσία, σε όλα τα διεθνή φόρα, τονίζοντας ότι η Κύπρος δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ “δύο κράτη”.
Οι ελληνικές κινήσεις
Από το 2019 έως σήμερα παράλληλα, η Ελλάδα έχει υλοποιήσει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ενίσχυσης της αμυντικής της ικανότητας, ανταποκρινόμενη στις αυξανόμενες γεωπολιτικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Οι κύριες ενέργειες περιλαμβάνουν:
1. Ενίσχυση Πολεμικής Αεροπορίας
- Rafale: Η Ελλάδα προχώρησε στην απόκτηση μαχητικών αεροσκαφών Rafale, ενισχύοντας σημαντικά τις αεροπορικές της δυνατότητες.
- F-16 Viper: Υλοποιήθηκε πρόγραμμα αναβάθμισης των υπαρχόντων F-16 σε έκδοση Viper, αυξάνοντας την επιχειρησιακή τους αποτελεσματικότητα.
2. Ενίσχυση Πολεμικού Ναυτικού
- Φρεγάτες: Η Ελλάδα προχώρησε στην απόκτηση νέων φρεγατών για τον εκσυγχρονισμό του στόλου της.
- Πλοία Γενικής Υποστήριξης: Ενισχύθηκε ο στόλος με πλοία γενικής υποστήριξης για την κάλυψη επιχειρησιακών αναγκών.
3. Ενίσχυση Στρατού Ξηράς
- Τεθωρακισμένα Οχήματα: Ενισχύθηκε ο στόλος με νέα τεθωρακισμένα οχήματα για την αύξηση της κινητικότητας και προστασίας των δυνάμεων.
- Αντιαρματικά Συστήματα: Προμήθεια σύγχρονων αντιαρματικών συστημάτων για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας.
4. Διεθνείς Συνεργασίες και Συμμαχίες
- Συμφωνίες Αμυντικής Συνεργασίας: Υπογραφή συμφωνιών με χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία για την ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας και την παροχή αμυντικής υποστήριξης.
- Συμμετοχή σε Πολυεθνικές Ασκήσεις: Ενεργή συμμετοχή σε διεθνείς στρατιωτικές ασκήσεις για την αύξηση της διαλειτουργικότητας και της επιχειρησιακής ετοιμότητας.
5. Ενίσχυση Αμυντικής Βιομηχανίας
- Επενδύσεις στην Εγχώρια Αμυντική Βιομηχανία: Υλοποίηση προγραμμάτων για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, με στόχο την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και την ενίσχυση της αυτάρκειας.
Αυτές οι ενέργειες αντικατοπτρίζουν τη στρατηγική της Ελλάδας για την ενίσχυση της αμυντικής της ικανότητας και την προάσπιση της εθνικής της κυριαρχίας σε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον.



