Αντιμέτωπη με ένα αόρατο, αλλά υπαρκτό κενό 30 ετών, η Βορειοατλαντική Συμμαχία αλλάζει ταχύτητα. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, που επικαλείται ανώτατους αξιωματούχους του ΝΑΤΟ, τίθεται επί τάπητος πρόταση για πενταπλασιασμό των επίγειων αντιαεροπορικών δυνατοτήτων των ευρωπαϊκών κρατών-μελών, ενόψει της αυξανόμενης ρωσικής επιθετικότητας. Το θέμα αναμένεται να συζητηθεί σε κλειστή συνεδρίαση των υπουργών Άμυνας στις Βρυξέλλες την Πέμπτη.
Κενό ασφαλείας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο
Το ΝΑΤΟ αναγνωρίζει ότι οι τελευταίες δεκαετίες σημαδεύτηκαν από σταδιακή αποδυνάμωση της αντιαεροπορικής άμυνας στην Ευρώπη, καθώς η στρατηγική προτεραιότητα είχε στραφεί προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Η επιστροφή της Ρωσίας ως απειλή πρώτης γραμμής ανατρέπει τα δεδομένα. Η Συμμαχία καλείται τώρα να καλύψει ελλείψεις που χρονίζουν από τη δεκαετία του ’90.
Η αναβάθμιση αφορά κυρίως συστήματα αναχαίτισης drones, πυραύλων κρουζ και επανδρωμένων επιθέσεων, με έμφαση στις χώρες του ανατολικού μετώπου: Πολωνία, Βαλτικές χώρες, Ρουμανία. Οι ίδιες πηγές προειδοποιούν πως ο χρόνος δεν είναι με το μέρος της Ευρώπης και η πίεση για άμεση αντίδραση είναι αυξανόμενη.
Χρηματοδότηση, κοινές προμήθειες και διαλειτουργικότητα
Η πρόταση του ΝΑΤΟ, αν και δεν έχει ακόμα λάβει επίσημη έγκριση, ανοίγει τη συζήτηση για ανακατεύθυνση αμυντικών κονδυλίων στους εθνικούς και κοινούς ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς. Ήδη, χώρες όπως η Γερμανία και η Πολωνία έχουν αυξήσει τις σχετικές επενδύσεις, ενώ εξετάζονται νέα μοντέλα συμμαχικής συνεργασίας και κοινών αγορών, ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες και να διασφαλιστεί διαλειτουργικότητα των συστημάτων.
Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού αντιαεροπορικού «θόλου» είναι πλέον στρατηγικός στόχος, με τους συμμάχους να συνειδητοποιούν ότι η επόμενη κρίση δεν θα αφήνει περιθώρια για αδράνεια.
Ελληνικό ενδιαφέρον και στρατηγική πρόκληση
Για την Ελλάδα, που διαθέτει ήδη αξιόλογες αντιαεροπορικές δυνατότητες (PATRIOT, TOR-M1, S-300), η ενίσχυση του πυλώνα αυτού αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα σε μια εποχή που οι περιφερειακές απειλές συνδέονται πλέον με παγκόσμιες εξελίξεις. Το αν η Αθήνα θα επιλέξει να ηγηθεί του νέου εγχειρήματος ή να ακολουθήσει, είναι μια κρίσιμη απόφαση που θα καθορίσει τη θέση της στον ευρωατλαντικό άξονα τα επόμενα χρόνια.