Τα παιδιά από φτωχότερα κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίζουν βιολογικά μειονεκτήματα, όπως το να γερνούν ταχύτερα από συνομηλίκους τους με μεγαλύτερη οικονομική άνεση, σύμφωνα με μελέτη, που δημοσίευσε το πρωί της Παρασκευής (6/6) ο βρετανικός Guardian.
Επιστήμονες από το Imperial College London ανέλυσαν δεδομένα από 1.160 παιδιά ηλικίας 6 έως 11 ετών από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, στο πλαίσιο μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Lancet. Τα παιδιά αξιολογήθηκαν με βάση μια διεθνή κλίμακα οικογενειακής ευημερίας, η οποία βασίζεται σε διάφορους παράγοντες, όπως το αν ένα παιδί έχει δικό του δωμάτιο και ο αριθμός των οχημάτων ανά νοικοκυριό.
Τα παιδιά χωρίστηκαν σε ομάδες υψηλής, μέτριας και χαμηλής ευημερίας. Στη συνέχεια, ελήφθησαν δείγματα αίματος για να μετρηθεί το μέσο μήκος των τελομερών στα λευκά αιμοσφαίρια, ενώ η κορτιζόλη –ορμόνη του στρες– μετρήθηκε από δείγματα ούρων.
Τα τελομερή είναι δομές που βρίσκονται μέσα στα χρωμοσώματα και παίζουν σημαντικό ρόλο στη γήρανση των κυττάρων και στην ακεραιότητα του DNA. Η φθορά τους σχετίζεται με τη διαδικασία της γήρανσης, καθώς όσο μεγαλώνουμε, τα τελομερή μικραίνουν.
Προηγούμενες μελέτες έχουν υποδείξει ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στο μήκος των τελομερών και τις χρόνιες ασθένειες, ενώ τόσο το οξύ όσο και το χρόνιο στρες μπορούν να συμβάλουν στη μείωσή τους.
Τι διαπίστωσε η μελέτη
Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα παιδιά από την ομάδα υψηλής ευημερίας είχαν κατά μέσο όρο τελομερή 5% μεγαλύτερα από τα παιδιά της ομάδας χαμηλής ευημερίας. Διαπιστώθηκε επίσης ότι τα κορίτσια είχαν μεγαλύτερα τελομερή από τα αγόρια κατά μέσο όρο 5,6%, ενώ τα παιδιά με υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος (BMI) είχαν μικρότερα τελομερή, με μείωση 0,18% για κάθε ποσοστιαία αύξηση στο ποσοστό σωματικού λίπους.
Τα παιδιά των ομάδων μέτριας και υψηλής ευημερίας εμφάνιζαν επίπεδα κορτιζόλης χαμηλότερα κατά 15,2% έως 22,8% σε σύγκριση με τα παιδιά της ομάδας χαμηλής ευημερίας.
Οι συγγραφείς της μελέτης αναγνώρισαν κάποιους περιορισμούς, όπως το γεγονός ότι τα παιδιά που αναλύθηκαν δεν προέρχονταν από οικογένειες που ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Τόνισαν επίσης ότι η μελέτη δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως σύνδεση μεταξύ ευημερίας και «ποιότητας» των γονιδίων, αλλά μάλλον ως ένδειξη της έμμεσης επίδρασης του περιβάλλοντος σε έναν γνωστό δείκτη γήρανσης και μακροπρόθεσμης υγείας.
Ο Δρ Oliver Robinson, από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Imperial και βασικός συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Τα ευρήματά μας δείχνουν μια ξεκάθαρη σχέση ανάμεσα στην οικογενειακή ευημερία και σε έναν γνωστό δείκτη κυτταρικής γήρανσης, με πιθανώς δια βίου μοτίβα να διαμορφώνονται από τη δεκαετία της παιδικής ηλικίας.
Αυτό σημαίνει πως για ορισμένα παιδιά, το οικονομικό τους υπόβαθρο μπορεί να τα θέτει σε βιολογικό μειονέκτημα σε σχέση με συνομηλίκους που έχουν ένα καλύτερο ξεκίνημα στη ζωή. Αν δεν αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα, ουσιαστικά τοποθετούμε αυτά τα παιδιά σε μια πορεία ζωής με λιγότερο υγιή και ενδεχομένως συντομότερη διάρκεια».
Ο Robinson πρόσθεσε: «Η μελέτη μας υποδηλώνει ότι το να προέρχεται κάποιος από φτωχότερο περιβάλλον προκαλεί πρόσθετη βιολογική φθορά. Για τα παιδιά της χαμηλής ευημερίας, αυτό ενδέχεται να ισοδυναμεί με περίπου 10 χρόνια κυτταρικής γήρανσης σε σύγκριση με εκείνα που προέρχονται από πιο εύπορες οικογένειες».
Η Kendal Marston, επίσης από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Imperial και πρώτη συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Γνωρίζουμε ότι η χρόνια έκθεση σε στρες προκαλεί βιολογική φθορά στο σώμα. Αυτό έχει αποδειχθεί σε μελέτες σε ζώα – τα οποία, όταν εκτίθενται σε στρες, εμφανίζουν μικρότερα τελομερή.
Παρόλο που η μελέτη μας δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η κορτιζόλη είναι ο μηχανισμός πίσω από τη σχέση αυτή, δείχνει ξεκάθαρα τη σύνδεση ανάμεσα στην ευημερία και στο μήκος των τελομερών, που γνωρίζουμε ότι σχετίζεται με τη μακροζωία και την υγεία στην ενήλικη ζωή. Είναι πιθανό τα παιδιά από λιγότερο εύπορες οικογένειες να βιώνουν εντονότερο ψυχοκοινωνικό στρες – για παράδειγμα, να μοιράζονται το δωμάτιο με άλλα μέλη της οικογένειας ή να μην έχουν τους πόρους που χρειάζονται για το σχολείο, όπως έναν υπολογιστή για τις εργασίες τους».
*Με πληροφορίες από Guardian