Πρώτα ήταν το σύνθημα στους τοίχους: «Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε για να μείνει».
Ύστερα, τα σπρέι τέλειωσαν, οι τοίχοι βάφτηκαν με χρώμα «γραφείο real estate», και το μόνο που έμεινε ήταν ένα κόμμα που παλεύει να μη χαθεί κάτω από το 3%. Ο κύκλος της ζωής, ελληνική εκδοχή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκίνησε ως κόμμα εξουσίας. Ήταν μια ευρύτερη πολιτική κατάσταση, ένα ραντεβού της δυσαρέσκειας με την ποίηση του δρόμου, της θεωρίας με το μεταπτυχιακό και της κατάληψης με το delivery. Ένα κόμμα που αν μιλούσες σοβαρά μαζί του, σου μιλούσε για την αυτονομία των κινημάτων, τον Πουλαντζά και τις καταλήψεις στη φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ. Κι όμως – κάποια στιγμή βρέθηκε να κυβερνά μια χώρα. Το μόνο πιο απρόβλεπτο από αυτό ήταν το να ξυπνήσεις δίπλα στον Τσακαλώτο να σου εξηγεί γιατί το Eurogroup είναι μια αρένα αλληγορικής βίας.
Η εξουσία όμως έχει τον τρόπο της. Σε παίρνει από τις συνελεύσεις και σε πάει στα γραφεία. Από τα φεστιβάλ νεολαίας στις δεξιώσεις. Από τον Μπρεχτ στην Goldman Sachs. Κι έτσι, το κόμμα που είχε εκπροσώπηση στο 3% γιατί ήταν υπεράνω των ποσοστών, ξαφνικά βρέθηκε να παίρνει 36% γιατί ήταν υπεράνω κάθε ελπίδας. Ο λαός δεν ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ. Ψήφισε τη φαντασίωση ότι υπάρχει ακόμη η εφηβεία της δημοκρατίας.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι λέξεις «μνημόνιο» και «συνέπεια» έγιναν συμβατές. Ο Βαρουφάκης πέρασε σαν φλασάκι USB που το έβαλες για να σώσεις το αρχείο αλλά τελικά σου έσβησε τον σκληρό. Ο Καμμένος έγινε θεσμός. Ο Τσίπρας έμαθε να δένει γραβάτα όταν τελείωσε η μάχη. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε σιγά-σιγά σε αυτό που είχε έρθει να πολεμήσει: σε ένα πολιτικό γραφείο που απλώς άλλαξε ονόματα στους φακέλους.
Και ύστερα ήρθε το κενό.
Η μετά Τσίπρα εποχή αποδείχθηκε μια μετάγγιση χωρίς αίμα. Τα «ρεύματα», οι «ομπρέλες», οι «προοδευτικές συμμαχίες» και τα «στρατηγικά ερωτήματα» είχαν πια το ίδιο αποτέλεσμα με έναν διάλογο σε θερινό σινεμά με διακοπή ρεύματος: όλοι μιλούσαν, αλλά κανείς δεν άκουγε.
Η εκλογή Κασελάκη δεν ήταν απλώς ένα σοκ. Ήταν το plot twist που ούτε ο Netflix algorithm δεν θα το πρόβλεπε. Ένα πολιτικό φαινόμενο που θύμιζε House of Cards με αισθητική TikTok και ρητορική αυτοβελτίωσης τύπου «βρες τη δύναμη μέσα σου – και λίγη Αριστερά από πάνω». Όλα λάθος, αλλά και όλα προβλέψιμα. Γιατί όταν τελειώνει το σενάριο, αρχίζει η τηλεοπτική αμηχανία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι κάτι ανάμεσα σε reunion παλιάς μπάντας και group therapy χωρίς συντονιστή. Οι παλιοί μαλώνουν για τα μικρόφωνα. Οι καινούργιοι δεν ξέρουν ούτε τα τραγούδια. Το κοινό έχει φύγει. Και το πιο άβολο: κανείς δεν θυμάται πια γιατί ξεκίνησε αυτό το σχήμα.
Η πολιτική είναι σκληρή. Δεν κρατά μνήμη για τις καλές προθέσεις. Δεν σου συγχωρεί τα μεγάλα λόγια αν δεν συνοδεύονται από μεγάλα έργα. Και δεν σου δίνει δεύτερες ευκαιρίες όταν οι πρώτες έγιναν φελιζόλ.
Η επιστροφή στις εργοστασιακές ρυθμίσεις δεν είναι μόνο αριθμητική. Είναι υπαρξιακή. Είναι να ξαναδείς το 3% και να μην ξέρεις αν πρέπει να το αποδεχτείς ως τιμωρία ή ως λύτρωση. Είναι να καταλάβεις πως ο λαός δεν σε προδίδει: απλώς κουράζεται πιο γρήγορα απ’ όσο εσύ αλλάζεις πολιτική ταυτότητα.
Όταν οι υποσχέσεις είναι μεγαλύτερες από τις δυνατότητες, η απογοήτευση γίνεται εργοστασιακή. Και δεν ξεφορτώνεται ούτε με update, ούτε με καινούργιο leader, ούτε με χορηγούμενη καμπάνια στο Instagram.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέρρευσε γιατί τον πολέμησαν. Κατέρρευσε γιατί δεν άντεξε τον εαυτό του. Και κανείς δεν επιστρέφει αλώβητος από τα όνειρα όταν ξυπνάει σε μια κάλπη.