Του Δημήτρη Βαρτζόπουλου, υφυπουργού Υγείας
Το Υπουργείο Υγείας έχει εκπονήσει και υλοποιεί μια συνεκτική, πολυεπίπεδη στρατηγική που αποσκοπεί όχι μόνο στην αποκατάσταση της ψυχικής ευεξίας του πληθυσμού, αλλά και στη δημιουργία ενός σύγχρονου, προσβάσιμου και ανθρωποκεντρικού συστήματος υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Με την ψήφιση του Νόμου 5129/2024 για την Ολοκλήρωση της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης, η Ελλάδα πραγματοποίησε ένα αποφασιστικό βήμα προς ένα σύγχρονο, δίκαιο και ανθρωποκεντρικό σύστημα ψυχικής υγείας.
Με το νόμο 5129/2024 για την Ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης που ψηφίσαμε πρόσφατα τα δύο μεγάλα εναπομείναντα ψυχιατρικά νοσοκομεία της χώρας μετασχηματίστηκαν σε Πολυδύναμες Νοσηλευτικές Μονάδες Ψυχικής Υγείας Αττικής και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα. Αυτό δεν ωραιοποιεί αυτομάτως την κατάσταση, αντιθέτως, εργαζόμαστε με σχέδιο και προχωρούμε αποφασιστικά στην εφαρμογή της ολοκλήρωσης της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης για να εξασφαλίσουμε ότι οι δύο Πολυδύναμες Νοσηλευτικές Μονάδες στις δύο μεγάλες πόλεις της χώρας θα προσφέρουν σύγχρονες υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Παράλληλα, στο Υπουργείο Υγείας, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, εργαζόμαστε συστηματικά για την πρόληψη και αντιμετώπιση περιστατικών βίας και σχολικού εκφοβισμού, αναγνωρίζοντας ότι το φαινόμενο αυτό συνδέεται στενά με την ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων, αλλά και με την κοινωνική συνοχή. Ήδη διαθέτουμε μια εμπειρία ενός έτους μέσα από δύο πιλοτικές δράσεις – Εξειδικευμένα Κέντρα Ημέρας στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, που λειτουργούν με ειδικές ομάδες street workers. Ο ρόλος τους είναι να καταγράφουν συστηματικά τα περιστατικά βίας και εκφοβισμού, αλλά και να συντονίζουν τους τοπικούς παράγοντες (τοπική αυτοδιοίκηση, κοινωνικές υπηρεσίες, γονεϊκό κίνημα, μαθητικά σωματεία, σχολικές κοινότητες, ενορίες κα.), ώστε να συγκροτείται ένα «τείχος προστασίας» γύρω από τα παιδιά και τους εφήβους. Οι street workers παρεμβαίνουν άμεσα σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου, αναγνωρίζοντας εγκαίρως τις πιο ευάλωτες περιπτώσεις ανηλίκων (μαθητών ή μη) και οικογενειών, ιδιαίτερα σε περιοχές με αυξημένη κοινωνική και οικονομική επισφάλεια, προκειμένου να προληφθεί η εκτροπή σε παραβατική συμπεριφορά.
Όσον αφορά στη Θεσσαλονίκη, πρόκειται για μια περιοχή με ιδιαίτερη σύνθεση – αστικά κέντρα, ημιαστικές ζώνες και αγροτικές κοινότητες – γεγονός που απαιτεί πολιτικές προσαρμοσμένες στις τοπικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες και για μένα προσωπικώς ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής των αρχών της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχουμε ήδη ξεκινήσει κύκλους διαβούλευσης με δήμους, κοινωνικές υπηρεσίες, ενώσεις ληπτών και οικογενειών, αλλά και επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Η τοπική αυτή συνεννόηση είναι κρίσιμη, ώστε οι παρεμβάσεις να μην είναι απλώς κεντρικά σχεδιασμένες, αλλά να αντανακλούν τις πραγματικές προτεραιότητες της κοινότητας.
Παράλληλα, συνεργαζόμαστε με τις δημοτικές αρχές για την ανάπτυξη και ενίσχυση κοινοτικών δομών ψυχικής υγείας, όπως κινητές μονάδες, κέντρα ημέρας και ξενώνες, καθώς και για τη στενότερη διασύνδεση με την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και τις κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ. Έτσι διαμορφώνεται ένα πλέγμα παρεμβάσεων που «συναντά» τον πολίτη στον τόπο που ζει και δραστηριοποιείται. Με τον τρόπο αυτό, η Β΄ Θεσσαλονίκης λειτουργεί ως πιλότος τοπικής εφαρμογής της εθνικής στρατηγικής για την ψυχική υγεία, με απτά αποτελέσματα που μπορούν να αποτελέσουν πρότυπο για την υλοποίηση αντίστοιχων δράσεων σε άλλες περιοχές της χώρας.




