Σε μια ηχηρή παρέμβαση, με ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα, για το θέμα της «μεταγραφής» του Ανδρέα Λοβέρδου στη Νέα Δημοκρατία, προχώρησε το Μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Αντώνης Σαουλίδης.
Δείτε την ανάρτηση του Αντώνη Σαουλίδη:
«Θα παραμείνουμε στάσιμοι, αμήχανοι και άτολμοι ετεροκαθοριζόμενοι από μια δήθεν κανονικότητα;
Θα εκπροσωπήσουμε την ψυχή του #ΠΑΣΟΚ ή θα προχωρήσουμε αόριστα για να τους χωρέσουμε όλους;
Η είδηση της μετακίνησης του Ανδρέα Λοβέρδου στη Νέα Δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα ακόμη επεισόδιο στην προσωπική του πολιτική διαδρομή. Είναι ένας καθρέφτης που μας αναγκάζει να δούμε κατάματα τα ερωτήματα που για χρόνια ταλανίζουν αναπάντητα τον προοδευτικό χώρο.
Είναι, τελικά, το ΠΑΣΟΚ σήμερα το ίδιο κόμμα που εξέφραζε κάποτε την καρδιά της κοινωνίας της Κεντροαριστεράς, την προοδευτική σοσιαλδημοκρατία, τον πολιτικό χώρο που αντιστάθηκε στον συντηρητισμό και πρόβαλε ένα όραμα κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας; Ή μήπως, αργά αλλά σταθερά, μετατοπίζεται σε πολιτικά αφηγήματα που μπορούν να προσελκύσουν πιο εύκολα ψηφοφόρους που έφυγαν από την παράταξη στα δύσκολα χρόνια προς τα δεξιά παρά προς τα αριστερά που αποτελούσε και την ιστορική του καταβολή;
Και το ερώτημα είναι ένα και απλό: Ποιους θέλουμε να εκπροσωπεί ο προοδευτικός χώρος; Αυτούς που επιλέγουν τον εκάστοτε Λοβέρδο της παράταξης ή όλους αυτούς που δεν μας ψηφίζουν γιατί υπάρχουν Λοβέρδοι στην παράταξη;
Η μεταγραφή Λοβέρδου, ενός πολιτικού που δεν έκρυψε ποτέ τις νεοφιλελεύθερες αναφορές του, πρέπει να ιδωθεί ως αφορμή για αυτοκριτική και όχι ως προσωπική του υπόθεση. Ο άνθρωπος που υπήρξε δύο φορές υποψήφιος για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και προσέλκυσε χιλιάδες ψηφοφόρους, που διετέλεσε υπουργός σε κυβερνήσεις του κινήματος, βρήκε τελικά φυσική πολιτική στέγη στη Νέα Δημοκρατία. Μήπως, λοιπόν, οι χιλιάδες πολίτες που τον στήριξαν στις εσωκομματικές διαδικασίες δεν αντιλήφθηκαν ή δεν θέλησαν να δουν ότι το αξιακό του πλαίσιο απείχε παρασάγγας από το σοσιαλδημοκρατικό DNA του χώρου; Ή, ακόμη χειρότερα, μήπως η ίδια η παράταξη έδωσε την εντύπωση πως τέτοιες κατευθύνσεις μπορούν να χωρέσουν στο εσωτερικό του χωρίς σαφή ιδεολογικά όρια;
Το φαινόμενο της συντηρητικοποίησης δεν εμφανίστηκε χθες. Στην πορεία της μεταμνημονιακής Ελλάδας, το πολιτικό εκκρεμές κινήθηκε πολλές φορές δεξιότερα από όσο θα περίμενε κανείς για έναν χώρο που θέλει να ονομάζεται προοδευτικός. Η συζήτηση για την οικονομία περιστράφηκε γύρω από όρους ανταγωνιστικότητας και ευελιξίας της αγοράς, αφήνοντας στο περιθώριο την κοινωνική προστασία, τις ανισότητες και τα εργασιακά κεκτημένα. Η ατζέντα για τα δικαιώματα πολλές φορές υποχώρησε μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους. Και το αίτημα για ριζοσπαστική ανανέωση στη δημοκρατική λειτουργία, για συμμετοχή των πολιτών, για πραγματική λογοδοσία, συρρικνώθηκε σε έναν λόγο διαχειριστικό και χωρίς το πάθος που απαιτούν οι καιροί.
Δεν είναι λίγοι όσοι διερωτώνται: αν ένας πολιτικός με το ιδεολογικό στίγμα του Ανδρέα Λοβέρδου μπορούσε να είναι για χρόνια κομμάτι της ηγετικής εξίσωσης του χώρου, τι λέει αυτό για τις αντοχές και τα όρια του χώρου μας; Μήπως έχουμε αποδεχθεί ότι η κοινωνική δημοκρατία είναι μια αόριστη ταμπέλα που χωράει τα πάντα, ακόμη και λογικές που αντικειμενικά ανήκουν στον συντηρητικό χώρο; Και εάν ισχύει αυτό, τότε πώς μπορούμε να πείσουμε τους νέους ανθρώπους, τους εργαζόμενους, τους αδύναμους ότι υπάρχει πραγματική διαφορά ανάμεσα σε εμάς και στο κυβερνών κόμμα;
Το ζήτημα δεν είναι απλώς θεωρητικό. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιες προκλήσεις: το δημογραφικό, την παραγωγική υστέρηση, τις ανισότητες, την κλιματική κρίση. Αν ο χώρος που ιστορικά υπερασπίστηκε την συνοχή του κοινωνικού ιστού δεν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, τότε η κοινωνία θα μείνει έρμαιο σε λύσεις που προτάσσουν το κέρδος και την αγορά εις βάρος του συλλογικού συμφέροντος.
Και αν η σοσιαλδημοκρατία δεν τολμήσει να διαφοροποιηθεί καθαρά και έντονα, τότε κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο την ταυτότητά της αλλά και τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής της τον οποίο λάθρα θα υποκαταστήσουν οι διάφοροι εκπρόσωποι του εθνικολαϊκιστικών κομμάτων, οι οποίοι αργά αλλά σταθερά ταυτίζονται όλο και περισσότερο με τα χαμηλά οικονομικά στρώματα της κοινωνίας που ιστορικά τάσσονταν στο πλευρό των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Γι’ αυτό το ερώτημα σήμερα δεν είναι αν ο Ανδρέας Λοβέρδος βρήκε τον φυσικό του χώρο στη Νέα Δημοκρατία. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η Δημοκρατική Παράταξη μπορεί να βρει ξανά τον δικό της. Αν μπορεί να επανασυνδεθεί με τους εργάτες, τους αγρότες, τους νέους, με όλους αυτούς που βιώνουν με τον χειρότερο τρόπο τις σύγχρονες ανισότητες ως φορέας πραγματικής προόδου. Αν μπορεί να μιλήσει ξανά με θάρρος για αναδιανομή, για ισότητα, για δικαιώματα, για συμμετοχή, χωρίς να φοβάται την ταμπέλα του «ριζοσπάστη». Γιατί η μεγαλύτερη συντηρητικοποίηση δεν είναι να φεύγουν στελέχη προς τη δεξιά, είναι να παραμένουμε εμείς στάσιμοι, αμήχανοι και άτολμοι ετεροκαθοριζόμενοι από μια δήθεν κανονικότητα.
Κι αν κάτι διδάσκει η ιστορία του χώρου μας, είναι πως η κοινωνία ανταμείβει εκείνους που μιλούν καθαρά, με ειλικρίνεια και με όραμα. Όσους δεν διστάζουν να πάρουν θέση και να χαράξουν γραμμή.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι αν θα τολμήσουμε να απαντήσουμε στο κρίσιμο ερώτημα: θέλουμε να είμαστε προοδευτικοί γιατί έτσι συνηθίσαμε να αυτοπροσδιοριζόμαστε ή επειδή είμαστε έτοιμοι να συγκρουστούμε με κάθε μορφή συντήρησης, ακόμη κι όταν αυτή καραδοκεί μέσα στο ίδιο μας το σπίτι;».