Μετά τα Χριστούγεννα σβήνουν τα λαμπάκια. Μένει εκείνη η σιωπή που δεν χωράει σε ευχές
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΡΑΓΩΓΙΑ
Μετά τα Χριστούγεννα η Θεσσαλονίκη ξεφουσκώνει όπως ξεφουσκώνουμε κι εμείς: αθόρυβα, σχεδόν ντροπαλά. Μαζεύονται τα στολίδια, κατεβαίνουν οι γιρλάντες, το “μαγικό κλίμα” διπλώνεται προσεκτικά και μπαίνει στο πατάρι μαζί με κάτι άλλες εποχιακές υπερβολές και τις υποσχέσεις που γράφουν πάνω “του χρόνου”.
Και τότε ξεκινάει το ετήσιο τελετουργικό, αυτή η φράση που τη λέμε με την ίδια σοβαρότητα που λέμε “φέρε λίγο ψωμί”:
«Άντε… να ’ναι ο επόμενος καλύτερος».
Σαν να φταίει ο χρόνος.
Σαν να είναι ο χρόνος επαγγελματίας σωτήρας και εμείς πελάτες που ζητάμε αλλαγή προϊόντος, επειδή “αυτό που πήρα πέρσι είχε ελαττώματα”.
Η αλήθεια είναι ότι ο χρόνος δεν μας χρωστάει τίποτα. Κι αυτό είναι το πρώτο πράγμα που σε κάνει να γελάς πικρά, με εκείνο το δηλητηριώδες χιούμορ: εμείς που παριστάνουμε τους κυνικούς, ζούμε από ελπίδα. Από μικρά πράγματα, γελοία μικρά, ένα μήνυμα που ήρθε όταν δεν το περίμενες, μια μυρωδιά από φούρνο, ένα “είσαι καλά;” που ειπώθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτά μας κρατάνε. Αυτά. Όχι τα μεγάλα σχέδια.
Και όταν λέμε “να ’ναι καλύτερος”, δεν εννοούμε περισσότερες χαρές για να τις ανεβάσουμε.
Εννοούμε λιγότερες απώλειες για να τις αντέξουμε.
Λιγότερα “αύριο” που δεν ήρθαν ποτέ.
Λιγότερα “θα σε πάρω” που έμειναν κλειστά στο στόμα.
Λιγότερες μέρες που κοιμήθηκες δίπλα σε κάποιον και ξύπνησες χωρίς να ξέρεις πώς να τον φτάσεις.
Μετά τις γιορτές, όταν φεύγει ο κόσμος και σβήνει ο τελευταίος ήχος, μένει εκείνη η σιωπή που είναι πάντα πιο ειλικρινής από όλους μας. Και μέσα της ακούγεται κάτι απλό, σχεδόν ενοχλητικό: κουράστηκες. Αλλά δεν έφυγες.
Κι αυτό είναι η νίκη σου. Όχι ότι “πήγε καλά η χρονιά”. Αλλά ότι εσύ, με τα λάθη, τις σιωπές, τις ήττες και τις μικρές σου φυγές, είσαι ακόμη εδώ.
Ο νέος χρόνος δεν θα έρθει σαν άγγελος. Θα έρθει σαν λογαριασμός: με καλές μέρες και με μέρες που θα σε κοιτάνε σαν να σου λένε “τι περίμενες;”. Αλλά εμείς δεν τον περιμένουμε για να μας σώσει.
Τον περιμένουμε για να του αποδείξουμε κάτι που δεν γράφεται σε ευχές και δεν ανεβαίνει σε στόρι: ότι, όσο κι αν κάνουμε τους σκληρούς, δεν θα αφήσουμε τη ζωή να μας κάνει πέτρα.
Και αν υπάρχει μια ευχή που αξίζει, είναι αυτή: να ξυπνάμε και να μην χρειάζεται να είμαστε ήρωες.
Να γυρίζουμε σπίτι και να μη χρειάζεται να κάνουμε ότι δεν μας πονάει τίποτα.
Να κρατήσουμε ένα χέρι λίγο παραπάνω, σαν να είναι το πιο ακριβό πράγμα που έχουμε. Γιατί είναι…




