Ανεβαίνει το θερμόμετρο ώρα με την ώρα στο στενό της Ταϊβάν, καθώς και στις δυο ακτές του συσσωρεύονται στρατιωτικές δυνάμεις. Με αφορμή την επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν, το Πεκίνο έχει ανεβάσει την επιθετική ρητορική του, απειλώντας ανοιχτά με στρατιωτική επιχείρηση.
Στον αντίποδα, η Ταϊπέι έχει ανακοινώσει πως θα υπερασπιστεί τα εδάφη της θέτοντας σε συναγερμό τις ένοπλες δυνάμεις της αλλά και ανοίγοντας τα αντιαεροπορικά καταφύγια της πρωτεύουσας, προκειμένου να είναι έτοιμα σε περίπτωση κινεζικού πλήγματος.
Σύμφωνα με τα διεθνή ειδησεογραφικά μέσα, το αεροσκάφος της ΠΑ των ΗΠΑ με την κυρία Πελόζι προσγειώθηκε στην Ταϊπέι λίγο πριν από τις έξι ώρα Ελλάδας (22.45 τοπική ώρα), προερχόμενο από την ΚουάλαΛουμπούρ της Μαλαισίας.
«Η επίσκεψη της αντιπροσωπείας μας στην Ταϊβάν τιμά την ακλόνητη δέσμευση της Αμερικής να υποστηρίξει τη σημερινή της δημοκρατία. Η επίσκεψή μας είναι μέρος του ευρύτερου ταξιδιού μας στον Ινδοειρηνικό -συμπεριλαμβανομένων της Σιγκαπούρης, της Μαλαισίας, της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας- με επίκεντρο την αμοιβαία ασφάλεια, τις οικονομικές εταιρικές σχέσεις και τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Οι συζητήσεις μας με την ηγεσία της Ταϊβάν θα επικεντρωθούν στην επιβεβαίωση της υποστήριξής μας προς τον εταίρο μας και στην προώθηση των κοινών μας συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης μιας ελεύθερης και ανοιχτής περιοχής Ινδοειρηνικού. Η αλληλεγγύη της Αμερικής προς τα 23 εκατομμύρια πολίτες της Ταϊβάν είναι σήμερα πιο σημαντική από ποτέ, καθώς ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επιλογή μεταξύ απολυταρχίας και δημοκρατίας», σημειώνεται στην ανακοίνωση της προέδρου της αμερικανικής Βουλής.
Ωστόσο η αποστροφή με την οποία κλείνει η κυρίαΠελόζι «γλυκαίνει» την κινεζική πλευρά: «Η επίσκεψή μας είναι μία από τις πολλές αντιπροσωπείες του Κογκρέσου που έχουν φτάσει στην Ταϊβάν -και σε καμία περίπτωση δεν έρχεται σε αντίθεση με τη μακροχρόνια πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών με γνώμονα τον Νόμο για τις Σχέσεις της Ταϊβάν του 1979, τα κοινά ανακοινωθέντα ΗΠΑ-Κίνας και τις Έξι Διαβεβαιώσεις». Σύμφωνα με τον νόμο του 1979, στο πλαίσιο της αμερικανικής αναγνώρισης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η Ουάσιγκτον υιοθετεί την πολιτική «στρατηγικής ασάφειας» με την Ταϊβάν, παραμένοντας ωστόσο ο ισχυρότερος σύμμαχος και ο προμηθευτής οπλικών συστημάτων.
Η σινοαμερικανική ένταση με αφορμή την Ταϊβάν έχει αυξηθεί τους τελευταίους μήνες. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, απαντώντας στις πολεμικές ετοιμασίες του Πεκίνου, που από τις αρχές του 2021 «τεστάρει» τα ανακλαστικά των νησιωτών με στρατιωτικές ασκήσεις ευρείας κλίμακας και με πτήσεις πέραν της νοητής γραμμής που «κόβει» στη μέση τη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα σε Κίνα και Ταϊβάν, έχει δημοσιοποιήσει την απόφασή του για στρατιωτική συνδρομή στην Ταϊπέι αν η Κίνα υπερβεί τα εσκαμμένα.Σε αυτό το πλαίσιο και σε δυο δημόσιες παρεμβάσεις του είπε πως οι ΗΠΑ θα είναι στο πλευρό της Ταϊβάν αν δεχθεί κινεζική επίθεση.
Και ρωσική παρέμβαση
Η πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στη Νοτιοανατολική Ασία, περιοδεύοντας σε κράτη τα οποία διατηρούν άριστες σχέσεις με την Ουάσιγκτον.Ωστόσο η επίσκεψή της στην Ταϊβάν είχε πάρει χαρακτήρα casusbelli για την Κίνα, καθώς η επίσκεψη υψηλόβαθμου Αμερικανού πολιτικού στο νησί θεωρείται ακραία πρόκληση και ένδειξη εμπλοκής των ΗΠΑ σε μια «εσωτερική διαμάχη» που κρατά δεκαετίες, από τότε που η Φορμόζα, σημερινή Ταϊβάν, έγινε καταφύγιο για τους ηττημένους του εμφυλίου στην ηπειρωτική Κίνα.
Η κατάσταση γίνεται πιο εκρηκτική και περίπλοκη μετά και τη ρωσική παρέμβαση υπέρ των κινεζικών θέσεων. «Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αυτή τη στιγμή αν θα πάει ή όχι εκεί, αλλά τα πάντα αναφορικά με αυτή την περιοδεία και η πιθανή επίσκεψή της στην Ταϊβάν είναι εντελώς προκλητικά», ήταν η σχετική δήλωση του εκπροσώπου του Βλαντίμιρ Πούτιν, ΝτμίτριΠεσκόφ. «Η Ουάσιγκτον αποσταθεροποιεί τον κόσμο. Ούτε μία σύγκρουση δεν έχει διευθετηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όμως πολλές έχουν προκληθεί», ανάρτησε από την πλευρά της στο Telegram η Μαρία Ζαχάροβα.
Η Μόσχα από τη μια επιδιώκει μια «ρεβάνς» στον επικοινωνιακό πόλεμο με την Ουάσιγκτον, μετά τον διπλωματικό αποκλεισμό της λόγω της εισβολής στην Ουκρανία, και από την άλλη να ενισχύσει τον ρωσοκινεζικό άξονα έναντι των ΗΠΑ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ POLITICAL
 
			



