Της Αναστασίας Καρυπίδου
Ιστορία, γαστρονομία και φιλοξενία! Οι ειδικοί του τουρισμού λένε πως αυτοί είναι οι τρεις βασικοί λόγοι ώστε ένας ξένος επισκέπτης να επιλέξει τη Θεσσαλονίκη. Διότι η πόλη διαθέτει τεράστιο ιστορικό πλούτο, πιάτα και γεύσεις που θα τα θυμάται μία ζωή, ένα ζωντανό κέντρο όπου όλα είναι στα πόδια τους.
Τα ίδια πράγματα, δηλαδή, που θέλει κι ένας Θεσσαλονικιός όταν αποφασίζει να βγει από το σπίτι του για να διασκεδάσει ή ας το πω διαφορετικά, για να ξεσκάσει από τις καθημερινές σκοτούρες. Τι ζητάει; Φαγητό, ποτό, μουσική, καλή παρέα και όταν ο καιρός είναι «μαλακός» να κάθεται σε ανοιχτούς χώρους. Για να αδειάζει το μυαλό και να γεμίζει το μάτι… Η’ γιατί έχουμε φίλους που καπνίζουν!
Παράλληλα, τι άλλο ζητάει με επιμονή ένας Θεσσαλονικιός; Ελεύθερα πάρκα, πεζόδρομους, πεζοδρόμια για να μπορεί να τα χαρεί, να περπατήσει, να κινηθεί, χωρίς να κάνει ζιγκ – ζαγκ ανάμεσα σε ανεξέλεγκτα τραπεζοκαθίσματα και παράνομα σταθμευμένα αυτοκίνητα, χωρίς να ταλαιπωρηθεί μια μαμά που έβγαλε βόλτα το μωρό της με το καροτσάκι, χωρίς εμπόδια στις οδεύσεις τυφλών και στις ράμπες των ατόμων με αναπηρία.
Και κάπου εδώ, δημιουργούνται διαχρονικά δύο στρατόπεδα. «Εστίαση VS Δημόσιος Χώρος» και τις δημοτικές αρχές της Θεσσαλονίκης να επιχειρούν με ελέγχους, πρόστιμα και κανονιστικές να βάλουν τάξη. Σαν να είναι μια «τραμπάλα» που πρέπει να ισορροπήσει για το καλό όλων.
Γιατί σίγουρα κανείς δεν θέλει μια Θεσσαλονίκη που θα «σφύζει» από καρέκλες και τραπέζια πάνω σε έναν πεζόδρομο, αλλά ούτε μια πόλη «νεκρή» από καταστήματα και λουκέτα. Το θέμα σε μια τέτοια εξίσωση δεν είναι ποιος θα «σβήσει» τον άλλον. Άλλα πως θα βρεθεί μια λύση μεταξύ του ελεύθερου δημόσιου χώρου και της εστίασης, αποδεκτή και από τις δύο πλευρές, ώστε άπαντες να νιώθουν ικανοποιημένοι και κερδισμένοι. Κι αυτή την ευθύνη ή ας το πω διαφορετικά το «μπαλάκι» το έχουν οι δήμαρχοι…