Η πόλη που κάθε Οκτώβρη κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη της Ιστορίας:
λίγο άγια, λίγο ανυπάκουη, πάντα συγκινητικά ανθρώπινη
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΡΑΓΩΓΙΑ
Υπάρχουν πόλεις που γιορτάζουν, κι άλλες που απλώς αργούν. Η Θεσσαλονίκη δεν κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Εγκλωβισμένη κάπου ανάμεσα σε λιτανεία και παρέλαση, ανάμεσα στο λιβάνι και τη σάλπιγγα, μοιάζει κάθε Οκτώβρη να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη του ιστορικού της ρόλου: λίγο άγια, λίγο ανυπάκουη, λίγο κουρασμένη από το να αποδεικνύει διαρκώς ότι είναι «σπουδαία πόλη».
Από τις 26 ως τις 28 Οκτωβρίου, η Θεσσαλονίκη ζει τη δική της τριλογία: Άγιος Δημήτριος, απελευθέρωση, “ΟΧΙ”. Τρεις μέρες που συμπυκνώνουν τρεις αιώνες αυτοεικόνας. Η μία μέρα την κάνει πόλη του Θεού, η άλλη πόλη της Ελευθερίας, κι η τρίτη πόλη της Αντίστασης. Στην πράξη, βέβαια, είναι και πόλη της διπλής ουράς στο φανάρι, του παρκαρίσματος στη διάβαση, και του αχόρταγου καφέ μετά τη δοξολογία.
Ο Δημήτριος (μέσω του Νέστορα) νικά τον Λυαίο, ο Μεταξάς λέει “ΟΧΙ”, κι εμείς στο ενδιάμεσο ψάχνουμε Wi-Fi. Η πίστη στον Θεό και η πίστη στον εαυτό μας έχουν παράξενα κοινά στην ελληνική τους εκδοχή: και οι δύο βασίζονται στη βεβαιότητα ότι θα γίνει κάποιο θαύμα τελευταία στιγμή. Ο Άγιος σώζει την πόλη, ο στρατηγός κρατά τα βουνά, κι εμείς νομίζουμε ότι η Ιστορία θα μας χαριστεί επειδή της ανήκουμε.
Η Θεσσαλονίκη όμως έχει ένα πείσμα σχεδόν θεολογικό. Είναι η μόνη πόλη που μπορεί να λιτανεύει ένα λείψανο το πρωί και να επιθεωρεί στρατεύματα το μεσημέρι, χωρίς να αισθάνεται ότι κάνει κάτι αντιφατικό. Εδώ η πίστη και η πατρίδα δεν χωρίζονται σε φακέλους· είναι δύο όψεις του ίδιου φαινομένου: της ανάγκης να πιστέψεις πως, παρά τα πάντα, κάτι ανώτερο σε κρατάει όρθιο: είτε λέγεται Θεός είτε λέγεται Ιστορία.
Οι γιορτές αυτές είναι η ετήσια ψυχοθεραπεία της πόλης. Στη λιτανεία, θυμάται τη βυζαντινή της ψυχή· στην παρέλαση, τη βαλκανική της ματαιοδοξία· και στα αναμμένα καντήλια της Τσιμισκή, τη μοντέρνα της αμηχανία. Είναι η στιγμή που τα στεφάνια συναντούν τα hashtags, και τα “Ζήτω το Έθνος” φωτογραφίζονται με κινητά που κάνουν “portrait mode”.
Κι όμως, μέσα σ’ αυτό το ετερόκλητο μωσαϊκό, υπάρχει κάτι συγκινητικά αυθεντικό. Οι παρελάσεις μπορεί να είναι τυπικές, τα λόγια των επισήμων copy-paste από περασμένες δεκαετίες, αλλά στις άκρες του δρόμου, στις γιαγιάδες που κρατούν σημαίες και στα παιδιά που ρωτούν «ποιος ήταν αυτός ο Μεταξάς;», η μνήμη εξακολουθεί να κυκλοφορεί – κουρασμένη, αλλά ζωντανή.
Η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται πια νέους σωτήρες. Έχει ήδη αρκετούς – από τον Άγιο Δημήτριο μέχρι κάθε δήμαρχο που υπογράφει με τη σιγουριά του εκλεγμένου προφήτη. Αυτό που της λείπει είναι μια νέα πίστη: ότι μπορεί να αυτοδιοικηθεί, να καθαρίσει, να προοδεύσει χωρίς να περιμένει ουρανοκατέβατα σχέδια. Να περάσει από το θαύμα στο θαυμασμό – να δει, δηλαδή, τον εαυτό της με σεβασμό, όχι με δέος.
Κάθε 26 – 28 Οκτωβρίου, η πόλη φοράει τα καλά της για να θυμηθεί ποια είναι. Αλλά το πραγματικό “ΟΧΙ” δεν ειπώθηκε στα βουνά, ούτε στις λιτανείες. Ειπώθηκε, και πρέπει να ξαναλέγεται κάθε μέρα, στους δρόμους που ζητούν στοιχειώδη τάξη, στις πλατείες που χρειάζονται πολιτισμό, στις αίθουσες όπου η νέα γενιά αρνείται να φύγει. Το “ΟΧΙ” του 1940 ήταν προς έναν εισβολέα· το “ΟΧΙ” του 2025 είναι προς τη συνήθεια της μετριότητας.
Η Θεσσαλονίκη ανάμεσα σε λιτανεία και παρέλαση δεν είναι διχασμένη, είναι διαχρονική. Κρατάει το θυμιατό στο ένα χέρι και το λάβαρο στο άλλο, γιατί έτσι έμαθε να επιβιώνει: πιστεύοντας και αμφισβητώντας ταυτόχρονα. Κι όσο το κάνει αυτό, θα παραμένει η πιο ενδιαφέρουσα πόλη της χώρας – μια πόλη που, ακόμα κι όταν χάνει τον βηματισμό της, συνεχίζει να παρελαύνει προς το φως.




