Του Δημήτρη Δραγώγια
Υπάρχει κάτι βαθιά ελληνικό στο να βλέπεις 5.500 ανθρώπους να χειροκροτούν σε ντελίριο τον Παύλο Παυλίδη, να τραγουδούν στίχους που μεγάλωσαν γενιές, και να ξέρεις ήδη πως το πιο δύσκολο κομμάτι της βραδιάς δεν θα είναι η έξοδος στη σκηνή, αλλά η έξοδος από το Θέατρο Γης.
Το θέατρο αυτό, φτιαγμένο σε πρώην λατομείο, είναι ένα μικρό θαύμα αρχιτεκτονικής. Έχει δρύες φυτεμένες από την Άννα Συνοδινού, κυπαρίσσια από τον Θεοδωράκη, και ένα κοινό που έμοιαζε να ταλαντεύεται ανάμεσα στα 19 και στα 59, ίσως και λίγο παραπάνω. Μια όαση πολιτισμού, λέμε. Μέχρι που πέφτουν τα φώτα. Τότε το σκηνικό μετατρέπεται σε «Κάθοδο των Μυρίων», σε σκηνοθεσία ΚΤΕΛ και παραγωγή ΟΑΣΘ.
Η Θεσσαλονίκη είναι από τις λίγες ευρωπαϊκές πόλεις όπου μπορείς να απολαύσεις ένα live 2,5 ωρών και αμέσως μετά να διαπιστώσεις ότι η ίδια πόλη δεν έχει καμία απολύτως ιδέα τι να κάνει με τόσους ανθρώπους που θέλουν απλώς να πάνε σπίτι τους. Τρένα δεν υπάρχουν, μετρό δεν υπάρχει, λεωφορεία Σαββατιάτικα στις 12 τη νύχτα είναι σαν τον Γιέτι: όλοι μιλούν γι’ αυτό, κανείς δεν το έχει δει. Τα ταξί δε, είναι μια αστική μυσταγωγία: τα παρακαλάς στο app, τηλεφωνείς, κάνεις τρεις κλήσεις και η μόνη απάντηση είναι η ηχώ της Αγίου Δημητρίου.
Κι έτσι βρίσκεσαι να συνοδεύεις δύο κυρίες, η μία με κινητικό πρόβλημα, να κατηφορίζετε μες στη νύχτα ασθμαίνοντας. Όχι γιατί έτσι το διάλεξες, αλλά γιατί το δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας αντιμετωπίζει κάθε μεγάλη συναυλία σαν έκτακτο φυσικό φαινόμενο. Σαν να χιονίζει Ιούνιο.
Η Θεσσαλονίκη έχει ταλέντο: να σε κάνει να χαίρεσαι την κουλτούρα και να την πληρώνεις στην έξοδο με τα νεύρα σου. Θέατρο Γης έχουμε. Παύλο Παυλίδη έχουμε. Αυτό που δεν έχουμε είναι την παραμικρή ιδέα για το πώς μια πόλη του 2025 θα έπρεπε να διευκολύνει την έξοδο του κοινού μετά από μια συναυλία. Σαν να μας λέει: «Ωραία, πήγατε, τραγουδήσατε, συγκινηθήκατε. Και τώρα; Περπατήστε, παιδιά μου. Περπατήστε.»
Κι έτσι καταλήγεις να καταλαβαίνεις γιατί τόσοι Θεσσαλονικείς πάνε Αθήνα για να δουν συναυλίες. Όχι μόνο για τους καλλιτέχνες. Αλλά και γιατί στην Αθήνα υπάρχει μια στοιχειώδης πιθανότητα να σε περιμένει μετά ένα μετρό. Εδώ, μόνο μια βελανιδιά φυτεμένη από την Συνοδινού και τα κυπαρίσσια του Μίκη. Ωραία σκηνικό. Αλλά όσο τα κοιτάς, τόσο πιο πολύ σου μοιάζουν με ειρωνεία.
Κι όμως, παρά την ταλαιπωρία, παρά τα χιλιόμετρα στο σκοτάδι και τα ταξί που έγιναν αστικοί θρύλοι, θα ξαναπήγαινα αύριο στο Θέατρο Γης. Γιατί όταν ο Παύλος Παυλίδης τραγουδά «Βγαίνει ξανά στον ίδιο δρόμο, στο ίδιο φανάρι σταματάει και μετά τη στροφή για μια στιγμή, κοιτάει με τρόμο ένα άδειο δρόμο», η Θεσσαλονίκη μοιάζει να χαμογελάει ειρωνικά πίσω από τα μισοσβησμένα φανάρια της. Μια πόλη κουρασμένη, ανοργάνωτη, σχεδόν εχθρική προς τον ίδιο της τον πολιτισμό – κι όμως, γεμάτη ζωή. Κι αν η έξοδος μοιάζει με Οδύσσεια, η διαδρομή μέχρι το σπίτι είναι το τίμημα για το να ζήσεις, έστω για δυόμισι ώρες, μια πόλη που τραγουδά ακόμα.