Ο θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου δεν έκλεισε απλώς έναν κύκλο. Μας άφησε με την πιο δύσκολη απορία: μήπως τελείωσαν πρώτα οι εποχές που γεννούσαν Μεγάλους;
Πέθανε, λένε, ο τελευταίος μεγάλος των συνθετών.
Κι αυτό ακούγεται κάπως σαν να κατέβασαν την ταμπέλα ενός παλιού μαγαζιού που αγαπούσαμε, κι ας μην μπαίναμε πια.
Ο θάνατος του Σαββόπουλου λειτούργησε σαν καμπάνα όχι μόνο για το τέλος ενός δημιουργού, αλλά για το τέλος μιας εποχής που έβγαζε δημιουργούς, ανθρώπους που δεν έγραφαν απλώς τραγούδια, αλλά ερμήνευαν το συλλογικό ψυχισμό.
Η γενιά εκείνη δεν ήταν μουσική αλλά θεραπεία διαρκείας για μια κοινωνία σε κρίση ταυτότητας.
Μίκης, Μάνος, Σαββόπουλος, Ξαρχάκος, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Μούτσης, Κουγιουμτζής, Λοίζος, Μικρούτσικος, Κηλαηδόνης, ο καθένας τους μια σχολή, αλλά όλοι μαζί μια συνείδηση.
Οι διαφωνίες τους έμοιαζαν με ρήξεις αλλά δεν ήταν παρά ηχοχρώματα μιας μεγάλης συμφωνίας που λεγόταν Ελλάδα του 20ού αιώνα.
Ακόμα και όταν τσακώνονταν, σε έκαναν να αγαπάς τη διαφωνία.
Σήμερα, οι εποχές γράφουν γρήγορα.
Πιο γρήγορα απ’ όσο προλαβαίνει να ωριμάσει ένας στοχασμός ή μια μελωδία.
Οι πλατφόρμες θέλουν το “hook” των 15 δευτερολέπτων, όχι το στοχαστικό ρεφρέν που κουβαλάει μνήμη, πίκρα και φως.
Όμως – κι εδώ είναι το κρίσιμο – τα ταλέντα δεν σταμάτησαν να γεννιούνται.
Απλώς ζουν μέσα σε θερμοκήπια όπου ο ήλιος είναι τεχνητός.
Κάποτε, οι δημιουργοί αναπτύσσονταν όπως τα δέντρα που ρίζωναν στο χώμα των καιρών: με καταιγίδες, με άνεμο, με πολιτική σκόνη, με αναγκαιότητα.
Τώρα, τα νέα ταλέντα φυτρώνουν μέσα σε πλαστικές γλάστρες από αλγορίθμους,
ποτισμένα με likes και ταχύτητες.
Κι αν δεν τα μεταφυτέψεις εγκαίρως στο αληθινό χώμα της κοινωνίας,
μαραίνονται πριν προλάβουν να γίνουν κορμοί.
Κι όμως – κάθε τόσο, κάποιος σπάει το θερμοκήπιο. Ένας ΛΕΞ, ας πούμε, που ραπάρει την ωμή ειλικρίνεια μιας γενιάς, γεμίζει στάδια χωρίς τηλεοπτικές κάμερες και χωρίς “ευλογίες”, μιλά για τα ίδια υπαρξιακά και ταξικά αδιέξοδα που κάποτε τραγουδούσε κι ο Σαββόπουλος, απλώς με άλλους ήχους, άλλα ρούχα και την ίδια ανάγκη: να ειπωθεί το ανείπωτο. Από εκεί φαίνεται πως οι μεγάλοι δεν τελείωσαν.
Απλώς άλλαξαν μικρόφωνο.
Γιατί οι μεγάλοι δεν ήρθαν από τον ουρανό, ήρθαν από τα υπόγεια, τις ταράτσες, τις πορείες, τα μικρά ραδιόφωνα και τις μεγάλες σιωπές.
Κι αν σήμερα δεν τους βλέπουμε, είναι γιατί κοιτάμε ψηλά, ενώ εκείνοι γεννιούνται χαμηλά, εκεί που ακόμα υπάρχει πείσμα, ανάγκη και φως.
Ο Σαββόπουλος έφυγε, κι έμεινε η ηχώ του να σιγοτραγουδά “Ας κρατήσουν οι χοροί”.
Ίσως αυτό να είναι το νόημα: οι μεγάλοι δεν τελειώνουν, μεταφέρονται στις εποχές.
Κάθε φορά που κάποιος γράφει στίχους σε ένα παλιό τετράδιο,
κάθε φορά που μια νεανική μπάντα διαλύεται πριν προλάβει να γίνει γνωστή,
κάθε φορά που ένα παιδί ψιθυρίζει σ’ ένα μικρόφωνο κάτι που δεν χωράει σε story –
εκεί ξαναρχίζει η ιστορία.
Γιατί οι μεγάλοι των συνθετών δεν έζησαν για να τους θυμόμαστε…
Αλλά για να μας θυμίσουν πόσο ωραίο είναι να ξεκινάς από την αρχή.




