Το εργοστάσιο στην Παπαναστασίου κατεδαφίστηκε και πήρε μαζί του ολόκληρες εποχές
Η «Αλυσίδα» έπεσε. Κυριολεκτικά. Το εργοστάσιο στην Παπαναστασίου κατεδαφίστηκε και πήρε μαζί του ολόκληρες εποχές – κάποιες πιο τίμιες, κάποιες απλώς πιο μεθυσμένες. Για κάποιους, το κτίριο ήταν ένα κουφάρι από λαμαρίνες και αμίαντο. Για άλλους, ήταν ο καμβάς πάνω στον οποίο σχεδιάστηκε η πιο εμβληματική, ίσως, ελληνική σόλα: η ελβιέλα. Και για τους περισσότερους… ήταν απλώς το μαγαζί που κάποτε τραγούδησε ο Ρέμος πριν γίνει κράτος εν κράτει.
Μην κοροϊδευόμαστε. Δεν δάκρυσε ο κόσμος γιατί κατεδαφίστηκε η καρδιά της ελληνικής βιομηχανίας αθλητικού υποδήματος. Ούτε γιατί χάθηκε το προτελευταίο απομεινάρι από μια Ελλάδα που έφτιαχνε πράγματα αντί να τα εισάγει με φαντασιώσεις success story. Όχι. Δάκρυσε γιατί εκεί ήταν οι “Γοργόνες και Μάγκες”, οι “Χάντρες”, το κλαμπ “Αλυσίδα”, όπου η Θεοδωρίδου έπαιζε ακόμα πρίμα κι ο Βέρτης ήταν πιο κοντά στον Γιώργο Δασκαλάκη παρά στον Σινάτρα των Βορείων.
Το εργοστάσιο αυτό έβγαζε κάποτε ελβιέλες. Παπούτσια λευκά, με λαστιχένια σόλα, φορεμένα από παιδιά στις παρελάσεις, φαντάρους στις ασκήσεις, μαθητές στη γυμναστική. Ήταν ένα προϊόν που δεν ήταν απλώς ελληνικό — ήταν μεταπολεμικά εθνικό. Ένα είδος λαϊκουπόδαρου με υπόσταση, που δεν χρειαζόταν marketing, γιατί ήταν απλώς το μόνο που είχαμε. Κι όμως, όταν έπεσε το εργοστάσιο, δεν είπαμε «πάει η ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ»• είπαμε «να δεις που θα βάλουν Lidl».
Στα ‘90s, το εργοστάσιο έγινε πίστα. Κι εμείς, αντί να παραγάγουμε προϊόν, παράγαμε κλαρίνο. Αφήσαμε την αυτοδυναμία για το autotune, τα λάστιχα για τις λαμπίτσες λέιζερ. Εκεί όπου οι εργάτες έγδερναν τις παλάμες τους στη βιοτεχνία, τώρα γδύνονταν οι τραγουδιστές για να βγει το μεροκάματο με σπασμένα ποτήρια. Πρώτα ήρθαν οι ελβιέλες. Μετά, τα πέδιλα Καλογήρου. Κι έπειτα, τα Louboutin. Κι εμείς χαθήκαμε κάπου ανάμεσα σε χορηγούμενα φλάς και εισαγόμενες μπότες χωρίς παρελθόν.
Η κατεδάφιση της «Αλυσίδας» ήταν, φυσικά, αναπόφευκτη. Ήταν ερείπιο, επικίνδυνο, παρατημένο. Όμως δεν είναι αυτό που πονά. Είναι που δεν ξέρουμε τι ακριβώς χάσαμε. Γιατί αν θυμόμαστε περισσότερο τον ήχο του “Τι σου ’κανα και πίνεις” απ’ ό,τι τη μυρωδιά του καουτσούκ σε εθνικά χέρια, τότε δεν είμαστε απλώς μεταβιομηχανική χώρα. Είμαστε μετα-μνήμονες.
Δεν θρηνήσαμε την ελβιέλα. Θρηνήσαμε το τελευταίο ζεϊμπέκικο που χορέψαμε εκεί με το φτηνό After Shave. Θρηνήσαμε τα φιλιά που δεν γίνανε σχέση, τα τριαντάφυλλα που δεν πήγαν σε καμαρίνι, τα φαντασμένα μας νιάτα που πίστεψαν πως τα 90s θα κρατήσουν για πάντα. Και τώρα, τίποτα. Ούτε εργοστάσιο, ούτε σκηνή, ούτε «Γοργόνες», ούτε «Μάγκες». Μόνο χώμα. Ο χώρος αποχαρακτηρίστηκε από “πράσινο” (σιγά που ήταν) και, ενδεχομένως, θα γίνει κάτι πιο χρήσιμο. Supermarket, πάρκινγκ, ή άλλο ένα mall για να πάρεις sneakers που δεν λέγονται ελβιέλες. Ό,τι αγαπήσαμε έγινε χώρος στάθμευσης – όπως κι εμείς άλλωστε.
Η Ελλάδα δεν ξέχασε την Ελβιέλα. Απλώς θυμήθηκε περισσότερο τα μπουζούκια. Ίσως γιατί αυτά της έδιναν μια ψευδαίσθηση ότι κάτι κατάφερε. Ότι βγήκε από τη φτώχεια, ότι έγινε λαμπερή, ότι είχε επιλογές.
Αλλά ανάμεσα στις σόλες από λάστιχο και τα σόλα από λάμψη, χάσαμε κάτι: την αίσθηση πως η πρόοδος θέλει παραγωγή – όχι μόνο κατανάλωση. Κι όταν πέφτει ένα εργοστάσιο, δεν είναι απλώς τοίχοι που γκρεμίζονται. Είναι η εθνική αμνησία που στεγάζεται εκεί και περιμένει, σαν ελβιέλα σε ντουλάπι παλιού γυμναστηρίου, να τη θυμηθεί κάποιος.Κι όπως λένε οι παλιοί, αν δεν έχεις πού να γυρίσεις, φοράς τουλάχιστον κάτι που σου θυμίζει από πού ξεκίνησες.
ΥΓ: Αν βρείτε μια παλιά ελβιέλα, κρατήστε τη. Είναι πιο ελληνική απ’ ό,τι νομίζετε.
 
			



