Ο αθλητισμός, έχει μετατραπεί σε πεδίο αυτοεπιβεβαίωσης κι οι πρόεδροι δεν είναι παράγοντες, αλλά πατέρες, θεοί, μάρτυρες και ρασοφόροι του μάρκετινγκ
Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας
Ένα μόνιμο χαρακτηριστικό των Ελλήνων ολιγαρχών του αθλητισμού είναι πως, παρά τα εκατομμύρια στους λογαριασμούς και τις νομικές τους εκκρεμότητες, φέρονται με το πάθος και την ωριμότητα έφηβου που τον τσίμπησε σπυρί πριν το πάρτι της χρονιάς. Και τώρα, οι δυο ατρόμητοι μονομάχοι του ελληνικού μπάσκετ —οι αιώνιοι, λέει, αντίπαλοι, οι ιδιοκτήτες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού— πρωταγωνιστούν ξανά σε ένα θεατρικό με τίτλο: «Ποιος θα βρίσει πιο δυνατά τον άλλον, μπροστά στα παιδιά;»
Από την εξέδρα δεν ακούς πλέον συνθήματα —μόνο τις οιμωγές της κοινωνικής αποσύνθεσης. Και από τα επίσημα δεν βλέπεις πια παράγοντες. Βλέπεις θιγμένα «εγώ», σε κουστούμι Zegna, να πετάνε τσιτάτα τύπου “είσαι ντροπή του αθλήματος” ή “έλα να τα πούμε από κοντά αν είσαι άντρας”. Κι όλα αυτά στο φόντο ενός ντέρμπι που μοιάζει όλο και πιο συχνά με σκηνή από το Peaky Blinders με τριποντάκια.
Το σκηνικό γνωστό: Φωτοβολίδες, καπνογόνα, κυνηγητό με τα ΜΑΤ, και μετά η καθιερωμένη δήλωση με μισοφωτισμένο βλέμμα του τύπου «ο αθλητισμός είναι γιορτή, δεν πρέπει να αμαυρώνεται». Από ποιους; Μα από αυτούς που πληρώνουν τους μπράβους που κάνουν τα επεισόδια, φυσικά. Και ύστερα στο Twitter/X/ό,τι έχει μείνει από το Ίντερνετ, ξεκατίνιασμα με δηλώσεις που θα ταίριαζαν περισσότερο σε reunion των Real Housewives παρά σε προέδρους ιστορικών σωματείων.
Και το κράτος; Σαν κουρασμένος μπαμπάς σε ταβέρνα που του πέφτει το κινητό στο τζατζίκι, λέει απλά «μη μαλώνετε παιδιά, σας βλέπει ο κόσμος». Αλλά δεν λέει σε κανέναν να σηκωθεί να φύγει από το τραπέζι. Ούτε να πληρώσει.
Γιατί, στην τελική, ποιος θα τους τραβήξει το αυτί; Ποια ΕΠΟ, ποιος ΕΣΑΚΕ, ποιος εισαγγελέας, όταν το μοντέλο λειτουργίας θυμίζει καρτέλ; Όχι βέβαια με κοκαΐνη (χμ…), αλλά με καψούρα, συνδρομές και λογότυπα σε φανέλες που οι φαντάροι ζωγραφίζουν ακόμα στα κράνη τους. Δεν είναι πια η ομάδα σου. Είναι η ταυτότητά σου, το avatar σου, το δέρμα σου. Αν την προσβάλλουν, προσβάλλουν εσένα. Κι έτσι ο 50άρης ιδιοκτήτης μπορεί να συμπεριφέρεται σαν 12χρονος στο Call of Duty, γιατί έχει πίσω του 50.000 φανατικούς που είναι χειρότεροι.
Αλλά δεν φταίνε αυτοί, σωστά; Αυτοί «πονάμε την ομάδα». Αυτοί «τα λένε έξω απ’ τα δόντια». Αυτοί είναι “οι μόνοι που έβαλαν λεφτά”. Ναι, λεφτά έβαλαν. Τραπέζι για 15 στο Nammos, κότερα, και κάτι ψιλά στο παρκέ, ίσα να δικαιολογούμε τη «μεγάλη επένδυση». Γιατί επένδυση είναι, έτσι; Όχι ακριβώς για το άθλημα, αλλά για το status. Όταν έχεις κανάλι, ποδοσφαιρική ομάδα, μπασκετική ομάδα και χορηγία στο μαρούλι της σαλάτας, τότε κάθε παιχνίδι είναι μέσο επιρροής. Κάθε καλάθι είναι ψήφος. Και κάθε νίκη, μία σφαλιάρα στους άλλους ολιγάρχες.
Κι οι φίλαθλοι; Ποιοι φίλαθλοι; Εδώ μιλάμε για followers, για keyboard warriors, για πιστούς της αίρεσης του «εμείς ή κανείς». Οι ίδιοι που αποδοκιμάζουν τη βία στο δρόμο, φωνάζουν «καλά του κάνανε» όταν δέρνεται παίκτης αντίπαλης ομάδας. Οι ίδιοι που διδάσκουν στα παιδιά τους «να αγαπάνε τον αθλητισμό», τους αγοράζουν κασκόλ με το logo του στρατού των ενηλίκων που μισεί επαγγελματικά.
Ο αθλητισμός, τελικά, έχει μετατραπεί σε μεταφυσική. Σε πεδίο αυτοεπιβεβαίωσης. Οι πρόεδροι δεν είναι παράγοντες. Είναι πατέρες, θεοί, μάρτυρες και ρασοφόροι του μάρκετινγκ. Και αν κάποιος τολμήσει να πει πως φέρονται σαν κακομαθημένα πλουσιόπαιδα που ποτέ δεν έφαγαν μια σφαλιάρα όταν την άξιζαν, η απάντηση θα είναι: «Ζήλεψες».
Όχι, δεν ζηλέψαμε. Απλώς κάποτε θέλαμε να δείξουμε στα παιδιά μας τι είναι το οφσάιντ. Όχι πώς βρίζεται καλύτερα μια μάνα.
Ίσως, τελικά, η μόνη λύση να είναι όντως να ανασταλούν τα πρωταθλήματα για δυο χρόνια. Να μείνει ο κάθε πρόεδρος με τις ύβρεις του και τα social του, μπροστά από έναν καθρέφτη. Να σβήσει για λίγο το φως του παρκέ, μήπως και ξαναδούμε αθλητές αντί για influencers σε φανέλες. Και παιδάκια που αγαπάνε τη μπάλα —όχι τη βία.
Γιατί αν δεν τραβηχτεί ποτέ αυτό το αυτί, θα συνεχίσουμε να ζούμε σε μια χώρα όπου το γήπεδο είναι η μοναδική εκκλησία που επιτρέπεται να μουντζώνεις στο ιερό.