Ο ηθοποιός Γιώργος Κωνσταντίνου μιλάει στην Karfitsa, για την παράσταση που πρωταγωνιστεί, για το τι δυσκολίες αντιμετωπίζει ένας ηθοποιός αλλά και τι θέλει να κρατήσει ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση.

Πείτε μας λίγα λόγια για τον ρόλο που υποδύεστε στην παράσταση. Τι τον κάνει ιδιαίτερο για εσάς;
Υποδύομαι τον Κίμωνα. Ο Κίμων, αισθάνομαι, μοιάζει ένας αρκετά αινιγματικός χαρακτήρας, που μελετώντας τον και παρατηρώντας τον καλύτερα, κατάλαβα πως έχω συναναστραφεί με αρκετούς τέτοιους ανθρώπους. Είναι μια δυναμική προσωπικότητα που μέσα από τις δικές του αναζητήσεις έχει βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τον κόσμο, έχει βρει τις δικές του αλήθειες, τις οποίες πιστεύει και υποστηρίζει στο έπακρο ακόμα κι αν φαίνεται “περίεργος” και κακότροπος. Νομίζω αυτό ακριβώς τον κάνει ιδιαίτερο στα μάτια μου.
Στο έργο ανατρέπονται οι ρόλοι θύτη και θύματος. Πώς βιώνετε αυτή την εναλλαγή στη σκηνή;
Πιστεύω στο συγκεκριμένο έργο, στους ρόλους από γραφής δεν είναι ξεκάθαρο ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης τελικά. Μπορεί εκ πρώτης όψεως να βγει ένα συμπέρασμα, όμως παρατηρώντας λεπτομερώς τις σχέσεις των χαρακτήρων σου δημιουργούνται ερωτηματικά και σκέφτεσαι “Βρε μήπως κατάλαβα λάθος;”. Βέβαια νομίζω αυτό ακριβώς ήθελε να πετύχει και η Αναγνωστάκη με την γραφή της. Εμείς αυτό που είχαμε να κάνουμε σαν ομάδα ήταν να επενδύσουμε στη σχέση που έχουν αυτοί οι χαρακτήρες μεταξύ τους και μέσω αυτής της σχέσης μπόρεσε να διαφανεί καλύτερα και ο χαρακτήρας ως ατομικότητα.
Πώς συνεργαστήκατε με τους υπόλοιπους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη για να χτίσετε τη δυναμική των χαρακτήρων;
Αρχικά επειδή μιλάμε για ένα αλληγορικό κείμενο, αυτό που κάναμε αρχικά ήταν κάποιες συζητήσεις προκειμένου να βεβαιωθούμε πως βρισκόμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Οπότε οι πρώτες ιδέες για τους χαρακτήρες ξεκίνησαν από το “τραπέζι”. Από εκεί κι έπειτα οι ηθοποιοί προτείναμε πράγματα στην πρόβα και ο Γιάννης (ο σκηνοθέτης μας) μας καθοδηγούσε με βάση αυτά ή μας πρότεινε και καινούριες ιδέες.

Υπάρχει κάποια σκηνή που σας δυσκόλεψε περισσότερο ή που σας αγγίζει ιδιαίτερα;
Δεν μπορώ να πω πως αντιμετώπισα κάποια πολύ μεγάλη δυσκολία. Ωστόσο, αυτό που με άγγιξε αρκετά ήταν η τελευταία σκηνή και συγκεκριμένα η τελευταία φράση του έργου, την οποία λέω να μην αναφέρω για να μην συμβεί σπόιλερ (χαχα). Με άγγιξε επειδή παρ’ όλη την αλληγορικότητα που έχει, ταυτόχρονα σε φέρνει αντιμέτωπο με την σκληρή πραγματικότητα που ζούμε και με το ότι όλα γύρω μας καταρρέουν. Δηλαδή ενώ λες πως δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει, συγχρόνως είναι όλα τόσο καθαρά και αποκαλυπτικά.
Τι θα θέλατε να πάρει μαζί του ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση;
Πιστεύω πως αυτό που θα άξιζε να παρατηρήσει το κοινό είναι το γεγονός πως ενώ αυτό το κείμενο γράφτηκε το 1965, στην ουσία δεν απέχει σχεδόν καθόλου από το σήμερα, και αναφέρομαι κυρίως στο κοινωνικό και πολιτικό κομμάτι του έργου και της δικής μας ανάγνωσης πάνω σε αυτό. Αν σκεφτούμε πως βλέπουμε ανθρώπους σημαδεμένους από κάποια σημαντικά κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που συνέβησαν, που αυτό επηρεάζει πάρα πολύ πέρα από τους ίδιους και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, δηλαδή που είναι σαν να επικοινωνούν αλλά και να μην επικοινωνούν ταυτόχρονα, νομίζω πως αυτό θα μας θυμίσει πολύ το σήμερα και το κοινό ίσως να μπορέσει να ταυτιστεί ως ένα βαθμό.
