Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας
Αν ψάχνεις το καινούργιο στον ελληνικό τουρισμό, το βρίσκεις εκεί που δεν το περιμένεις. Όχι σε καινούργιες υποδομές (σιγά μην), ούτε σε πολιτικές για βιωσιμότητα (το βλέπω το μειδίαμα), αλλά σε μικρές σκηνές που σου φανερώνουν ολόκληρο το μοντέλο μας: τον τρόπο που επιμένουμε να πουλάμε το ίδιο καρτ-ποστάλ από το ’80, μόνο με περισσότερα airbnb και λιγότερες σκιές στα πεζοδρόμια.
Στη Λίμνη Πλαστήρα στα 1.200 μέτρα, το καινούργιο που ανακάλυψα ήταν η… δροσιά. Στην υπόλοιπη χώρα ψηνόμασταν σαν μπιφτέκια στη σχάρα, κι εγώ έπινα καφέ φορώντας ζακέτα. Μόνο που ο τουρισμός εκεί πάνω παραμένει πιο ξεχασμένος κι από υποσχέσεις υπουργού στη ΔΕΘ: κάτι δωματιάκια που βλέπουν στη λίμνη και μερικά μαγαζιά που προσπαθούν να σε πείσουν ότι η φασολάδα είναι γκουρμέ. Και λες, γιατί αυτός ο τόπος δεν έχει γίνει «εναλλακτικός προορισμός»; Απάντηση: γιατί οι αρμόδιοι προτιμούν να ανοίγουν ακόμα μία ξαπλώστρα στη Χαλκιδική.
Κατηφόρισα στη Χαλκιδική, που έχει δύο πόδια αλλά σέρνεται σαν ανάπηρη κατσίκα. Στην Κασσάνδρα και τη Σιθωνία βρήκα τους Βαλκάνιους τουρίστες — Σέρβους, Ρουμάνους, Βούλγαρους — που κουβαλούν τα παιδιά, το αυτοκίνητο και το καρπούζι τους. Και μαντέψτε: πληρώνουν, μένουν πολλές μέρες και αγαπάνε την Ελλάδα περισσότερο από εμάς που τη θεωρούμε δεδομένη. Κι όμως, οι ντόπιοι εξακολουθούν να τους κοιτούν αφ’ υψηλού, λες και αν δεν έρθει Άγγλος με σανδάλι και κάλτσα, ο τουρισμός δεν μετράει.
Το «καινούργιο» που είδα, είναι ότι τίποτα δεν είναι καινούργιο. Στις ίδιες παραλίες, με τις ίδιες τσίγκινες καντίνες, την ίδια πλαστική καρέκλα από το ’90, και την ίδια πινακίδα «καλώς ήρθατε». Η μόνη διαφορά είναι ότι το σουβλάκι πλέον έχει τιμή μετοχής στο Nasdaq. Όσο για την πολυπόθητη «επιμήκυνση της σεζόν» που ακούμε κάθε Σεπτέμβρη στη Θεσσαλονίκη; Σα να σου υπόσχεται κάποιος ότι θα χάσεις κιλά τρώγοντας μπουγάτσα.
Και κάπου εδώ έρχεται η πικρή κωμωδία: έχουμε μια Βόρεια Ελλάδα που θα μπορούσε να πουλάει βουνά, λίμνες, οινοτουρισμό, φεστιβάλ, πολιτισμό — και αντ’ αυτού πουλάει ξαπλώστρα ανά τετραγωνικό μέτρο και ηχείο με σκυλάδικα remix. Αν δεν αλλάξουμε παραγωγικό μοντέλο, θα καταλήξουμε η «Μύκονος των Βαλκανίων» — μόνο χωρίς τα λεφτά της Μυκόνου και χωρίς το γκλίτερ.
Τι καινούργιο είδα, λοιπόν; Ότι ο τουρισμός μας παραμένει ο ίδιος — φθηνή κωμωδία με εισιτήριο ακριβότερο από Μπρόντγουεϊ. Και το χειρότερο; Παίζουμε όλοι ρόλο σ’ αυτό το έργο, ακόμα κι όταν ξαπλώνουμε στη δωδέκατη σειρά ξαπλώστρας.