Από το πένθος στην κάλπη: η παγίδα του «κόμματος Καρυστιανού»
Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας
Υπάρχουν τραγωδίες που χαράζονται ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη. Τα Τέμπη είναι μια από αυτές. Δεν ήταν «ένα ακόμα δυστύχημα», ήταν η αποκάλυψη ενός κράτους που λειτουργεί με την τυχαιότητα της μοίρας και όχι με την ασφάλεια των κανόνων. Στην πρώτη γραμμή αυτού του δράματος βρίσκεται η Μαρία Καρυστιανού, μια μάνα που θρηνεί, που διεκδικεί, που δεν αφήνει να θαφτεί η μνήμη της κόρης της κάτω από χαρτιά, ευθύνες και παραγραφές.
Κι όμως, η κοινωνία και οι μηχανισμοί της βιάζονται να της φορέσουν έναν άλλο ρόλο: αυτόν της πολιτικού. Η πρόσφατη δημοσκόπηση της Interview για την Political το έδειξε με εκκωφαντικό τρόπο: ένα υποθετικό «κόμμα Καρυστιανού» θα έπαιρνε 25%. Ένα ποσοστό που θα ζήλευαν όλοι οι επαγγελματίες της πολιτικής. Και αυτό, όχι γιατί παρουσίασε πρόγραμμα, όχι γιατί οργάνωσε δομές, αλλά γιατί η ίδια έγινε σύμβολο.
Αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη μας αδυναμία: η αδυναμία να ξεχωρίσουμε την κραυγή δικαιοσύνης από την πολιτική πρόταση. Το να στηρίζει κανείς τη Μαρία Καρυστιανού είναι πράξη ηθικής. Το να φαντάζεται «κόμμα Καρυστιανού» είναι πράξη πολιτικής απελπισίας. Δείχνει μια κοινωνία που δεν εμπιστεύεται πια κανέναν θεσμό, κανένα κόμμα, καμία «κανονική» πολιτική φυσιογνωμία. Και αντί να ψάχνει απαντήσεις στο μέλλον, τις ζητά από τα θύματα του παρελθόντος.
Εδώ χρειάζεται προσοχή. Η Μαρία Καρυστιανού δεν ευθύνεται για τα πολιτικά σενάρια που πλέκονται γύρω της. Εκείνη συνεχίζει έναν προσωπικό αγώνα που τιμά την ίδια και την κοινωνία. Η ευθύνη βαραίνει όσους σπεύδουν να μετρήσουν ψήφους πάνω σε μνήματα. Όσους βλέπουν τον πόνο ως εκλογικό κεφάλαιο. Όσους αντί να λογοδοτήσουν για τις δικές τους αποτυχίες, ονειρεύονται σωτήρες από την τραγωδία.
Η ιστορία μάς έχει δείξει ότι τα κόμματα που γεννιούνται από αυθόρμητα κύματα αγανάκτησης μπορεί να εντυπωσιάσουν στην αρχή, αλλά σπανίως αντέχουν. Γιατί η πολιτική δεν είναι μόνο οργή· είναι και σχέδιο, θεσμική γνώση, ικανότητα διακυβέρνησης. Και η οργή, όταν δεν μετατραπεί σε ουσία, κινδυνεύει να γίνει καπνός.
Το 25% της δημοσκόπησης δεν είναι ποσοστό για την Καρυστιανού. Είναι ποσοστό δυσπιστίας προς όλους τους υπόλοιπους. Είναι καθρέφτης μιας κοινωνίας που πνίγεται στην απογοήτευση και βρίσκει καταφύγιο σε μια χαροκαμένη μάνα, γιατί οι πολιτικοί της την έχουν προδώσει. Ο σεβασμός προς τη Μαρία Καρυστιανού σημαίνει να την αφήσουμε να είναι αυτό που είναι: φωνή μνήμης και δικαιοσύνης. Το βάρος για το αύριο ανήκει αλλού. Στους θεσμούς που χρωστούν απαντήσεις, στα κόμματα που οφείλουν να ξαναγίνουν πειστικά, στους πολίτες που πρέπει να απαιτήσουν σοβαρότητα. Το πένθος δεν μπορεί να γίνει κόμμα. Και η δικαιοσύνη δεν μπορεί να μετρηθεί σε ποσοστά.