, Παρασκευή
29 Μαρτίου 2024

search icon search icon

H χαρά του… λαθρέμπορου

 
foto ILIADIS
του Γιώργου Ηλιάδη*
Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που διαπράττονται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι η αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων. Το υψηλό κόστος συντήρησης του δημόσιου τομέα απαιτεί αύξηση των δημοσίων εσόδων καθώς ακόμη και σήμερα, εν μέσω βαθειάς οικονομικής κρίσης, παρατηρείται πρόσληψη νέων υπαλλήλων σε θέσεις του δημοσίου, πολλές φορές μη παραγωγικές ή μη αναγκαίες για την εξυπηρέτηση του πολίτη, αλλά μόνο για την εξυπηρέτηση της πολιτικής «πελατείας». Όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών επέλεξαν την εύκολη οδό της αύξησης των υφιστάμενων ή της επιβολής νέων φόρων χωρίς να οργανώσουν μεθόδους διασφάλισης (ή μη έχοντας εκ των πραγμάτων την δυνατότητα να το πράξουν) της είσπραξής τους. Αποτέλεσμα είναι να παρατηρείται σήμερα μεγάλη υστέρηση εσόδων του δημοσίου με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ΦΠΑ όπου υπάρχει απόκλιση τουλάχιστον 30% (έναντι μέσου όρου στην ΕΕ 15%) πράγμα το οποίο οφείλεται αφενός στη μείωση της κατανάλωσης και αφετέρου στην εισπραξιμότητα του φόρου. Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η έκταση της φοροδιαφυγής ΦΠΑ σε μια χώρα αποτελεί συνάρτηση, μεταξύ άλλων, του ύψους του κύριου συντελεστή και του ποσοστού ανεργίας. Καθώς είναι δεδομένη η υψηλή φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι το αποτέλεσμα της αύξησης των φόρων μάλλον δεν θα επιφέρει τα επιθυμητά δημοσιονομικά αποτελέσματα, αλλά αντίθετα θα αυξήσει περαιτέρω τη φοροδιαφυγή και τα βάρη θα τα επωμιστούν για μια ακόμη φορά οι συνεπείς φορολογούμενοι. Επιπρόσθετα, οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης) εντείνουν τις ήδη οξυμένες κοινωνικές ανισότητες. Εκτιμάται ότι η αύξηση του φόρου εισοδήματος και  του ΦΠΑ θα αποφέρουν μάλλον μείωση παρά αύξηση εσόδων. Η ιστορία το έχει δείξει αντίστοιχα με την αύξηση των τελών κυκλοφορίας καθώς και την αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης σε καύσιμα, αλκοόλ και τσιγάρα.Ο υπερβολικά υψηλός φόρος δεν είναι μόνο η χαρά του λαθρέμπορου, αλλά δελεάζει και τον καταναλωτή να απευθυνθεί στο λαθρεμπόριο για να καλύψει τις ανάγκες του. Επόμενο αποτέλεσμα η ύφεση της υγιούς οικονομίας και η «τιμωρία» του τίμιου εμπόρου.
Πρόσφατα το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του επισημαίνει ότι το φοροκεντρικό μείγμα μέτρων που υιοθετεί η κυβέρνηση για να ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση θα έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Θα επιτείνει την ύφεση, θα «διώξει» από τη χώρα επιχειρήσεις, θα αυξήσει τη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, θα οδηγήσει σε «λουκέτα» και θα αυξήσει την ανεργία. Η έκθεση παραδέχεται ότι «σε κάθε περίπτωση, σε όρους διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η μεγάλη αύξηση της φορολογίας οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα με τη μείωση του ονομαστικού εισοδήματος, με πολύ χειρότερες όμως μακροοικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις».
Αποτελεί μονόδρομο για την ανάπτυξη της οικονομίας η στοχευμένη μείωση των φορολογικών συντελεστών (ιδιαίτερα των πιο στρεβλωτικών σε κεφάλαιο και εργασία) παράλληλα με τη μείωση των δημοσίων δαπανών. Και επιβάλλεται η ανάπτυξη της οικονομίας, καθώς η πραγματική οικονομία είναι η μοναδική πηγή δημοσίων εσόδων.  Μια αναπτυξιακή δημοσιονομική πολιτική πρέπει να βασίζεται τουλάχιστον κατά 70% σε περικοπές δαπανών (με εξαίρεση τις επενδυτικές) και το πολύ  σε 30% αυξήσεις εσόδων (συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής).  Δημοσιονομική πολιτική που βασίζεται κυρίως σε αυξήσεις φόρων και μείωση των δημοσίων επενδύσεων είναι εύκολα ανατρέψιμη και οδηγεί την οικονομία σε βαθύτερη και ύφεση μεγαλύτερης διάρκειας. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής πρέπει να είναι η προτεραιότητα παρά η επιβολή υψηλότερων φορολογικών επιβαρύνσεων. Στην Ελλάδα ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις ανέρχεται σήμερα στο 29% και οι φόροι που εισπράττονται αντιστοιχούν στο 1,33% του ΑΕΠ. Ο μέσος συντελεστής στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 24,86% και οι εισπράξεις ανέρχονται σε 2,88% του ΑΕΠ. Ως προς τη φορολογία φυσικών προσώπων, στην Ελλάδα ο ανώτατος συντελεστής είναι 42% και τα φορολογικά έσοδα φθάνουν στο 6,1% του ΑΕΠ. Στον ΟΟΣΑ ο μέσος συντελεστής είναι 41,68%, τα αντίστοιχα έσοδα όμως ανέρχονται σε 8,77% του ΑΕΠ. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην περίπτωση των ασφαλιστικών εισφορών. Στην Ελλάδα οι ασφαλιστικές εισφορές, συνολικά για εργοδότη και εργαζόμενο, ανέρχονται σε 40,06% και οι εισπράξεις σε 10,42% του ΑΕΠ. Στη Γερμανία, ο συνολικός συντελεστής είναι 39,81% τα έσοδα όμως ανέρχονται σε 13,99% του ΑΕΠ.
Συμπέρασμα: Η υψηλή φορολογία στην Ελλάδα έχει σαν αποτέλεσμα την εισροή λιγότερων εσόδων, ενώ άλλες χώρες επιτυγχάνουν υψηλότερα αποτελέσματα εφαρμόζοντας συντελεστές. Το μόνο που επιτυγχάνεται στην Ελλάδα με τις συνεχείς φοροεπιδρομές είναι να οδηγείται η οικονομία σε ακόμη βαθύτερη ύφεση, με άμεσο αντίκτυπο στα έσοδα του κράτους.
Το χειρότερο είναι ότι η φιλοσοφία αυτή δεν δείχνει να αλλάζει καθώς εφαρμόζονται υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και παράλληλα αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών. Αυτό που στην ουσία γίνεται τα τελευταία χρόνια είναι να επιβάλλονται όλο και υψηλότεροι φόροι, χωρίς να συνεκτιμάται ο αντίκτυπος στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά και χωρίς να αλλάζει τίποτα σε έναν δυσλειτουργικό και αναποτελεσματικό μηχανισμό φορολογικής διοίκησης. Tέτοια πολιτική δεν οδηγεί σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Ο επιχειρηματικός κόσμος προτείνει χαμηλούς συντελεστές φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ, χαμηλούς φόρους κατανάλωσης, χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές για την ανάπτυξη της οικονομίας και την αύξηση των εσόδων της Πολιτείας.
*Ο κ. Ηλιάδης είναι α΄ αντιπρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης

Ακολουθήστε τη Karfitsa στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.