Ζητείται επειγόντως λύση!
Του Παναγιώτη Παπαδόπουλου*
Το κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί εξαιτίας των παρατεταμένων, χωρίς αποτέλεσμα, διαπραγματεύσεων, δημιουργεί από έντονη δυσφορία έως και απόγνωση στον επιχειρηματικό κόσμο, που βλέπει καθημερινά την πραγματική οικονομία να καταβαραθρώνεται και την κυβέρνηση, σχεδόν, να… σφυρίζει αμέριμνα.
Η ‘δημιουργική ασάφεια’ που η κυβέρνηση επιθυμούσε να καλλιεργήσει στο επίπεδο των διαπραγματεύσεων, έχει παγώσει την αγορά βυθί-
ζοντας την σταθερά στο χάος.
Αν μάλιστα κανείς λάβει υπόψη του τα μακροοικονομικά σενάρια, όπως ο κίνδυνος εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, ο φόβος για ελέγχους κεφαλαίων στις τράπεζες, το σενάριο για περεταίρω υποχώρηση της ζήτησης μετά από σκληρά μέτρα που θα ληφθούν, η πιθανότητα για δημοψήφισμα ή νέες εκλογές, αλλά και μια σειρά άλλων ανεπιθύμητων παρενεργειών, τότε γίνεται ξεκάθαρο ότι το μέγεθος του επιχειρηματικού κινδύνου στις μέρες μας είναι υψηλότερο από ποτέ.
Αυτό, όμως, που πρέπει να γίνει αντιληπτό από την κυβέρνηση είναι ότι η χώρα βρίσκεται μισό βήμα πριν το γκρεμό. Είναι, λοιπόν, ιστορικής σημασίας μία τακτική αναδίπλωσης. Το γράψιμο και ξαναγράψιμο προτάσεων από την ελληνική πλευρά, που δεν ξεμακραίνουν από τις αρχικές της προτάσεις δεν αποφέρει κανένα αποτέλεσμα, απλά ανεβάζει περεταίρω το λογαριασμό των μέτρων που θα ακολουθήσουν. Ούτε η προτροπή του πρωθυπουργού για αλλεπάλληλα ραντεβού με Μέρκελ, Ολάντ, Γιούνκερ στην προσπάθεια αναζήτησης πολιτικής λύσης, αποφέρει καρπούς.
Χρόνος, για άλλες καθυστερήσεις δεν υπάρχει. Ο χρόνος των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους μας φθάνει στο τέλος του. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του καλούνται ΤΩΡΑ να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις.
Θα πρέπει να γίνουν επιδέξιες πολιτικές κινήσεις, ώστε από τη λίστα των δανειστών να διαγραφούν μέτρα που θα αποβούν επιζήμια για την ελληνική κοινωνία και την οικονομία.
Αυτά που πρέπει να «κερδίσουμε», ενδεχομένως να μη φαντάζουν ελκυστικά, αλλά στην ουσία να αποδειχθούν σωτήρια. Και εκεί θα πρέπει να εστιαστεί η όλη προσπάθεια. Στην πολιτική και την διπλωματία μια τακτική αναδίπλωση, μπορεί να αποτρέψει ζημιές και να αποφέρει κέρδη.
Η νέα συμφωνία θα πρέπει να στηριχθεί στις αρχές της καλής πίστης και στον ρεαλισμό, στοιχεία που μέχρι στιγμής φαίνεται να έχουμε απολέσει. Δεν θα πρέπει να περιέχει μέτρα υπερφορολόγησης, αλλά να εστιάζει στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που μπορούν να οδηγήσουν στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, με στόχο τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων απασχόλησης και επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μιλώντας για διαρθρωτικές αλλαγές, δεν εννοώ μισθολογικές περικοπές και υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους. Αναφέρομαι στην εξάλειψη των μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών δομών στις αγορές, την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, τη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την επιχειρηματικότητα, τον εκσυγχρονισμό – με τη συμμετοχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας – των υποδομών της χώρας όπως τα αεροδρόμια και τα λιμάνια, τον εξευρωπαϊσμό του ασφαλιστικού και του εργασιακού καθεστώτος.
Το πραγματικό διακύβευμα για την αγορά, αλλά και για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, είναι το πώς θα δημιουργηθούν ξανά στην Ελλάδα συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης.
Πρέπει όλοι να δούμε κατάματα την πραγματικότητα. Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός βέβαια, έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη. Θα πρέπει να λάβουν τις τελικές αποφάσεις, πριν όμως να είναι πολύ αργά.
*Ο κ. Παπαδόπουλος είναι πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης