, Παρασκευή
29 Μαρτίου 2024

search icon search icon

«Αυτό που βιώνουμε σήμερα, είναι η ξεκάθαρη απουσία κριτικής ματιάς και σκέψης»

Ένα από τα πιο σημαντικά έργα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας ανεβαίνει στη Μονή Λαζαριστών, η Αυλή των Θαυμάτων, του Ιάκωβου Καμπανέλλη, από το ΚΘΒΕ.

Σε μια γειτονιά της Αθήνας του 1957 διασταυρώνονται οι ζωές διαφορετικών ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές. Ο Ιακ.Καμπανέλλης είχε πει πως θα ήθελε να γράφει έργα με όσο το δυνατόν γνησιότερη την προέλευσή τους από τον τόπο μας και σίγουρα η θεατρική του Αυλή είναι ένα έργο που θυμίζει την Ελλάδα του σήμερα. Για την παράσταση, τις ομοιότητες της τότε και της τώρα εποχής και για τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα μιλήσαμε με έναν από τους πρωταγωνιστές, τον Δημήτρη Καλαντζή.

Συνέντευξη στη Φιλίππα Βλαστού

Μια ερώτηση που αναδύεται μέσα από το έργο είναι «τι βιώνουμε, τελικά, ένα μίζερο αδιέξοδο ή ένα θαύμα;». Πόσο σχετίζεται με την εποχή μας το ερώτημα αυτό;

Είναι καθήκον του κάθε καλλιτέχνη να συμβαδίζει με την εποχή του και να φωτίζει – με το έργο του – τα κομμάτια εκείνα της διαδρομής που δυσχεραίνουν την εξελικτική πορεία της κοινωνίας. Το θέατρο, οφείλει να παρέχει τροφή για σκέψη. Να καλλιεργεί την κριτική ματιά. Αυτά – από μόνα τους – συνιστούν πολιτική πράξη. Αυτό που βιώνουμε σήμερα, είναι η ξεκάθαρη απουσία κριτικής ματιάς και σκέψης.  Χρειάζεται σκληρή προσπάθεια για να τα κατακτήσουμε αυτά. Όσο εφησυχαζόμαστε στο εύκολο, στο εύπεπτο και στο ψυχικά και σωματικά ανέξοδο, θα βιώνουμε μία μίζερη πραγματικότητα.

Τι είναι αυτό που ξεχωρίζετε σε αυτή την παράσταση;

Η υποκριτική είναι αποκρυπτογράφηση και ξετύλιγμα σωματικών και ψυχικών συμπεριφορών. Έχει να κάνει με το ότι πρέπει να προσαρμόσουμε τις αντιδράσεις μας στο πλαίσιο της δραματικής περίστασης που καθορίζεται από τον συγγραφέα και μεταφράζεται από το ύφος προσέγγισης που ορίζει ο σκηνοθέτης. Αυτό που μου μένει από την παράσταση είναι ο τεράστιος όγκος δουλειάς που καταθέσαμε πάνω στην σκηνή μαζί με τον Κώστα Τσιάνο, που μας οδήγησε στο να μελετήσουμε εξαντλητικά κάθε ανάσα, κάθε παύση, κάθε τονισμό. Όταν μπεις σ’ αυτή τη διαδικασία, τότε δεν επιτρέπεις καμία ανεξέλεγκτη σωματική εξωτερίκευση που δεν εκφράζει τίποτα πάνω στην σκηνή. Έτσι βρίσκεις την αλήθεια του ρόλου. Κι αυτό εντυπώνεται στην ψυχή και την καρδιά του ηθοποιού και μεταφέρεται στον θεατή και δεν ξεχνιέται ποτέ.

Το έργο διαδραματίζεται σε μια λαϊκή γειτονιά του 1957. Ποια κοινά χαρακτηριστικά εντοπίζετε  με τις σημερινές γειτονιές;

Η δομή της κοινωνίας έχει αλλάξει κατά πολύ τα τελευταία 60 χρόνια, ο ιστός όμως του χαρακτήρα του Έλληνα και των διαπροσωπικών του σχέσεων παραμένει σε βαθμό, σχεδόν τρομακτικό, ο ίδιος. Συναντάμε στο έργο πρόσωπα που φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά της ράτσας μας που τα κουβαλάμε ως και σήμερα. Έχουνε περάσει δεκαετίες και συνεχίζουμε ν’ αναπαραγόμαστε μέσα από ένα καλούπι που έχει ως κύριο συστατικό του την άγνοια, την ανοχή, το βόλεμα. Ο μόνος τρόπος για να σπάσουμε αυτό το καλούπι είναι η αναμέτρηση με το άγνωστο και το ανοίκειο για την απόκτηση της γνώσης. Άλλα αυτό απαιτεί τεράστιο κόπο και πάλη εσωτερική. Και αυτό είναι το τίμημα για την απόκτηση της γνώσης. Αν είμαστε διατεθειμένοι να το πληρώσουμε θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Αλλιώς θα χαθούμε.

Είχατε την τύχη να γνωρίσετε τον Ιακ.Καμπανέλλη από κοντά.

Στη ζωή – όπως και στην Τέχνη – το πιο σημαντικό είναι οι συναντήσεις. Αυτές που σε επηρεάζουν και διαμορφώνουν την προσωπικότητά σου. Και αυτές δεν μπορεί να είναι παρά μόνο με ανθρώπους που μπορείς να διαβάσεις χαραγμένη πάνω στην ψυχή τους την επιθυμία, την αφοσίωση και τον αμέτρητο χρόνο δουλειάς τους γι’ αυτό που αγαπούν. Η συνάντηση μου με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη έγινε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, το 1998. Θαύμασα την προσήλωση του αλλά και την ικανότητα να διατηρεί την καρδιά του ανοιχτή και την αγάπη του για το θέατρο και τους ανθρώπους του αγνή. Αυτό καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το πως ήθελα να θέσω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτόν το χώρο. Τον θυμάμαι πάντα με σεβασμό και αγάπη.

Ο Ιακ.Καμπανέλλης επιχείρησε να ξεχάσει τις οδυνηρές εμπειρίες που είχε, όπως εκείνες από τα στρατόπεδα των Γερμανών, μέσω της τέχνης. Εσείς έχετε κάνει κάτι ανάλογο;

Η ενασχόληση με την Τέχνη και – πιο συγκεκριμένα – με το Θέατρο και την Υποκριτική, υπήρξε για μένα μια πολύ προσωπική εσωτερική παραδοχή και ομολογία, ότι η ζωή από μόνη της δεν μου φτάνει, δεν μου είναι αρκετή. Όταν αυτό, με το πέρασμα του χρόνου και το ανακάτεμα της ψυχής μου με την υποκριτική τέχνη, έγινε μέσα στο κεφάλι μου συνειδητή σκέψη, τότε πέρασα στο στάδιο όπου άρχισα να χρησιμοποιώ τους ρόλους ως οχήματα για να καταδύομαι κάθε φορά όλο και πιο βαθιά, ως τ’ άδυτα της ψυχής μου. Ήταν ένας τρόπος για ν’ ανακαλύψω και να αντιμετωπίσω τους φόβους μου και οτιδήποτε άλλο μ’ εμπόδιζε από το να φτάνω όλο και πιο κοντά στο να κατανοήσω τον εαυτό μου αλλά και τον κόσμο γύρω μου. Δεν θα πάψω να ψάχνω μέχρι και την τελευταία μου ανάσα.

Έχετε ένα «βαρύ» βιογραφικό στο χώρο της υποκριτικής. Τι θυσίες χρειάστηκε να κάνετε για να το αποκτήσετε;

Δεν έχω τίποτα! Έχω μόνο μια σιγουριά, που απορρέει από όλον αυτό το χρόνο που έχω αφιερώσει στην ενασχόλησή μου με το αντικείμενο που επέλεξε η ψυχή μου για να πραγματοποιήσει το εσωτερικό της ταξίδι: την Υποκριτική Τέχνη. Κανείς και ποτέ δεν μπορεί να στο πάρει αυτό. Η επιθυμία και η αφοσίωση δεν χωράνε σε κανένα βιογραφικό! Το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Χάνεται ακριβώς τη στιγμή που γεννιέται. Στο θέατρο υπάρχει μόνο η στιγμή…όπως και στη ζωή. Όλες αυτές οι στιγμές, που έχεις χαρεί, που έχεις κλάψει, που έχεις πονέσει, που έχεις προβληματιστεί στην αναζήτηση της αλήθειας, της ουσίας αυτού που αγαπάς, είναι το βιογραφικό σου και η προσωπική σου περιουσία. Οι θυσίες που αντέχεις να κάνεις, αυτό είναι το βιογραφικό σου. Έτσι κι αλλιώς, η τελευταία μας στιγμή, δεν θα καταγραφεί ποτέ στη μνήμη μας. Μέχρι τότε, ας τις μαζεύουμε όλες σαν να ήταν η πρώτη…

Ακολουθήστε τη Karfitsa στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.