Η Ουκρανία, έπειτα από μια μακρά περίοδο επιχειρησιακής αδράνειας και διπλωματικής πίεσης, δείχνει το τελευταίο διάστημα σημάδια ενεργοποίησης στο πεδίο. Τα στοχευμένα πλήγματα σε ρωσικές υποδομές, με πιο πρόσφατο το χτύπημα στη γέφυρα της Κριμαίας, αποτελούν κινήσεις μετρημένες στρατιωτικά αλλά έντονα συμβολικές, περισσότερο για να επαναφέρουν το Κίεβο στην παγκόσμια προσοχή παρά για να ανατρέψουν τα δεδομένα στο μέτωπο.
Αν και τα χτυπήματα έχουν επικοινωνιακή αξία και καταγράφονται με εικόνες και βίντεο που ενισχύουν την αφήγηση της ουκρανικής αντοχής, δεν αλλάζουν ουσιαστικά τη στρατιωτική πραγματικότητα, όπου η Ρωσία εξακολουθεί να διατηρεί το στρατηγικό πλεονέκτημα.
Η Μόσχα υφίσταται πίεση, αλλά διατηρεί έλεγχο
Η Ρωσία δείχνει να απορροφά τα χτυπήματα με μηχανισμούς εσωτερικής αναδιάρθρωσης, όπως η αποπομπή ανώτατων αξιωματικών, οι έρευνες και η ενίσχυση της αντικατασκοπείας. Το Κρεμλίνο δεν αιφνιδιάζεται πλέον, ούτε απαντά βιαστικά. Αντιμετωπίζει τα χτυπήματα ως “παραφωνίες” σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό μακράς πνοής, που εξακολουθεί να του επιτρέπει να καθορίζει τους όρους στο μεγαλύτερο μέρος των γραμμών επαφής.
Σε αντίθεση με το 2022 ή το πρώτο μισό του 2023, η Ρωσία έχει πετύχει να σταθεροποιήσει τα εδάφη που κατέχει και να μετατρέψει τον πόλεμο σε έναν πόλεμο φθοράς, όπου έχει αντικειμενικά υπεροχή σε αποθέματα, εφεδρείες και βάθος στρατηγικού χώρου.
Η Ουκρανία δοκιμάζει νέο μοντέλο, με περιορισμένες προσδοκίες
Το Κίεβο, από την πλευρά του, έχει εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες για μια γρήγορη και συνολική νίκη, επιλέγοντας υβριδικές επιθέσεις, πλήγματα μακράς ακτίνας και επιχειρήσεις υψηλού ρίσκου. Η νέα του ταυτότητα στηρίζεται σε τεχνολογία, μυστικές επιχειρήσεις και χαμηλής κλίμακας ανατροπές, χωρίς όμως να διαθέτει σαφές στρατηγικό πλεονέκτημα.
Η ουκρανική ηγεσία εμφανίζεται απελευθερωμένη από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Ουάσιγκτον, όμως δεν διαθέτει πλέον το διπλωματικό εύρος να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος. Οι επιχειρησιακές επιτυχίες λειτουργούν ως μοχλός εσωτερικής συνοχής και διεθνούς υπενθύμισης, αλλά όχι ως μεταβλητές ανατροπής του πολέμου.
Ο Τραμπ και η αμερικανική επιστροφή στις διαπραγματεύσεις
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η επανεμφάνιση του Ντόναλντ Τραμπ στον διάλογο περί Ουκρανίας και Ρωσίας, δημιουργεί ένα νέο γεωπολιτικό τοπίο. Η αμερικανική υπομονή με το Κίεβο φαίνεται να εξαντλείται, και το ενδεχόμενο επαναφοράς των διαπραγματεύσεων, με συμμετοχή Τραμπ ή αμερικανική εγγύηση, αποκτά πλέον ρεαλιστική βάση.
Ο πρώην πρόεδρος έχει ήδη προαναγγείλει την πρόθεσή του να τερματίσει τον πόλεμο «εντός 24 ωρών», σε περίπτωση που επανεκλεγεί. Αν και η ρητορική του είναι εν μέρει υπερβολική, η πίεση για ένα νέο πλαίσιο διαλόγου κερδίζει έδαφος, τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στο ευρύτερο δυτικό μέτωπο.
Ένας πόλεμος που δεν τελειώνει – και δεν κρίνεται μόνο στο μέτωπο
Η εικόνα των τελευταίων ημερών δείχνει ένα Κίεβο πιο ευέλικτο, αλλά όχι κυρίαρχο, και μια Μόσχα πιο αμυνόμενη, αλλά πάντα επιδραστική. Η ισορροπία δεν έχει μεταβληθεί ουσιαστικά, αλλά το σκηνικό αλλάζει ρυθμιστές. Όλο και περισσότερο, η λύση φαίνεται να μετατοπίζεται από τα χαρακώματα στα διπλωματικά τραπέζια. Και εκεί, η Ρωσία εξακολουθεί να έχει τις περισσότερες καρέκλες – και ίσως το τελευταίο χαρτί.




