Σημαντική κλιμάκωση των στόχων του ΝΑΤΟ στον τομέα των στρατιωτικών και ευρύτερων δαπανών ασφαλείας φαίνεται πως θα τεθεί στη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας, στις 24–25 Ιουνίου στη Χάγη. Σύμφωνα με τον Ολλανδό πρωθυπουργό Ντικ Σχόοφ, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε πρότεινε ήδη στα 32 κράτη-μέλη σταδιακή αύξηση των δαπανών στο 5% του ΑΕΠ μέχρι το 2032:
- 3,5% για άμυνα,
- 1,5% για ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένων δαπανών για υποδομές, πολιτική προστασία και κυβερνοασφάλεια.
Η πρόταση Ρούτε συμβαδίζει με τις διαρκείς πιέσεις της Ουάσινγκτον επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ προς τις ευρωπαϊκές χώρες να αναλάβουν μεγαλύτερο δημοσιονομικό βάρος, γεγονός που αναμένεται να αναζωπυρώσει το εσωτερικό debate σε πολλές πρωτεύουσες.
Το παλιό 2% δεν φτάνει – Το νέο πλαίσιο αλληλεγγύης
Η συζήτηση ξεφεύγει πλέον από τον στόχο του 2% του ΑΕΠ, που είχε τεθεί το 2014 μετά την πρώτη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μέχρι τα τέλη του 2024, 22 χώρες είχαν επιτύχει τον στόχο, με τις υπόλοιπες –μεταξύ τους Ιταλία, Ισπανία και Βέλγιο– να απέχουν σημαντικά.
Ο ίδιος ο Ρούτε, ερωτηθείς για την πρόταση, απέφυγε να επιβεβαιώσει τα ποσοστά, αλλά δήλωσε με νόημα:
«Το 2% δεν αρκεί. Χρειαζόμαστε περισσότερα για να αμυνθούμε», υπογραμμίζοντας τη μετάβαση από την εποχή της στρατηγικής αδράνειας στη στρατηγική κινητοποίηση.
Η νέα στρατηγική και οι δημοσιονομικές πιέσεις
Η επιδίωξη του 3,5% για στρατιωτικές δαπάνες σημαίνει εκτεταμένη προσαρμογή των εθνικών προϋπολογισμών. Ειδικά για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος και πολιτικές εντάσεις γύρω από τις κοινωνικές δαπάνες, η πρόκληση είναι τεράστια. Αντιθέτως, ο στόχος του 1,5% για ευρύτερη ασφάλεια κρίνεται ευκολότερος, καθώς περιλαμβάνει ήδη έξοδα για υποδομές και μεταφορές.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο ποσοστών αναμένεται να αποτελέσει το νέο κριτήριο αλληλεγγύης εντός ΝΑΤΟ, ενισχύοντας την ενιαία γραμμή αποτροπής έναντι της Ρωσίας και άλλων απειλών, συμπεριλαμβανομένων κυβερνοεπιθέσεων και υβριδικού πολέμου.
Η επικείμενη Σύνοδος αναμένεται να επικυρώσει έναν μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ: από «οργανισμό πολιτικής συμβολής» σε μηχανισμό συνδυασμένης στρατιωτικής και πολιτικής ετοιμότητας, με την Ευρώπη να καλείται να πληρώσει για τη δική της ασφάλεια.