Η συγκέντρωση διαμαρτυρίας της Παρασκευής, έστω κι αν είχε μια επετειακή χροιά για τα θύματα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, ανέδειξε τα βαθύτερα αίτια της κοινωνικής δυσαρέσκειας και απογοήτευσης.
Η διαδήλωση αυτή δεν ήταν απλώς μια αναφορά σε μια τραγωδία, αλλά έγινε το όχημα μιας εκρηκτικής έκφρασης διαμαρτυρίας για την κυβερνητική αδράνεια, την έλλειψη αποτελεσματικών μέτρων ασφαλείας και την αίσθηση πως οι πολιτικοί θεσμοί κρύβουν τη βρωμιά κάτω από το χαλί. Το αίτημα για ασφαλέστερους σιδηροδρόμους είναι το επίκεντρο, (ακόμη δε περισσότερο μετά την δημοσιοποίηση του πορίσματος που ευθέως διέψευδε τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περι της ασφάλειας των σιδηροδρόμων) αλλά οι φωνές για τη συγκάλυψη και την κυβερνητική παραίτηση είναι εκείνες που ακουγόντουσαν πιο έντονα στους δρόμους.
Αυτή η διαμαρτυρία είναι ενδεικτική της ευρύτερης πολιτικής εικόνας, στην οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη καλείται να αντιμετωπίσει ένα σύνθετο μείγμα προκλήσεων και αντιφάσεων. Η πρώτη, και ίσως πιο επείγουσα, πρόκληση είναι το πώς να ανταποκριθεί στην αίσθηση του αδιεξόδου που επικρατεί, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζεται για τις επόμενες εκλογές, όπου οι πολιτικοί συσχετισμοί ενδέχεται να ανατραπούν με ταχύτητα. Η κοινωνική απογοήτευση είναι δεδομένη, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα μετατραπεί σε οργανωμένη πολιτική δράση που να απειλήσει τη Νέα Δημοκρατία.
Όμως, το πιο κρίσιμο πεδίο για τη Νέα Δημοκρατία είναι το πώς θα απαντήσει στις φωνές που ζητούν ανατροπή, είτε πρόκειται για τον πόλεμο εναντίον της αδράνειας είτε για τη διαρκώς αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στους κυβερνητικούς χειρισμούς. Κι εδώ το παιχνίδι γίνεται πιο επικίνδυνο: η κυβέρνηση καλείται να ισχυριστεί ότι το «σύστημα» μπορεί να αναμορφωθεί χωρίς να ανατραπεί. Σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά ρεύματα που αναδεικνύουν τις συντηρητικές αξίες, η κυβέρνηση οφείλει να βρει το αντίδοτο σε κάθε κίνηση της αντιπολίτευσης που επιδιώκει να τη θέσει σε αμφισβήτηση.
Η κλασική στρατηγική της ΝΔ να ελκύει τον μεσαίο χώρο και να εστιάζει στους λεγόμενους «Κυριακίστας» είναι κρίσιμη. Αλλά, οι «Κυριακίστας» δεν είναι τόσο ακλόνητοι όσο φαίνεται. Η λαϊκή απογοήτευση συχνά δεν κατευθύνεται μόνο προς τον ίδιο τον πρωθυπουργό, αλλά και προς το σύνολο του κομματικού μηχανισμού. Μπορεί οι παραδοσιακοί δεξιοί ψηφοφόροι να γυρίσουν προς τον Βελόπουλο ή τη Λατινοπούλου, αλλά το ποσοστό αυτό δεν είναι αρκετό για να αμφισβητήσει την ηγεμονία της ΝΔ.
Όσο πλησιάζουν οι εκλογές, η κυβέρνηση Μητσοτάκη καλείται να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ συνέχισης της καθημερινότητας που την έχει καθιερώσει ως «κυβέρνηση σταθερότητας» και της ανάγκης να κλείσει τα αυτιά στις «κραυγές» της αντιπολίτευσης. Η πολιτική πραγματικότητα όμως απαιτεί και άλλα. Αν οι «Κυριακίστας» καταφέρουν να αποσπάσουν σημαντικό ποσοστό από το κέντρο, το έδαφος για μια κυβέρνηση συνεργασίας μπορεί να ανοίξει. Εκεί, η στρατηγική των ευρωπαϊκών συντηρητικών ρευμάτων, που προσφέρει ένα συντηρητικό αντίβαρο στην υπερβολική προοδευτική ατζέντα, μπορεί να φανεί ιδανική για το εσωτερικό της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, η συνεχιζόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης στο κυβερνητικό έργο και οι διαιωνιζόμενες διαχειριστικές γκάφες από τους πρωθυπουργικούς συμβούλους, αποτελούν γονιμοποιητικό έδαφος για την αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τα δικά του εσωτερικά προβλήματα, ενδέχεται να επωφεληθεί αν η κυβερνητική απογοήτευση παραμείνει έντονη. Παρόλα αυτά, το ζήτημα παραμένει στο πώς θα επιβιώσει η κυβέρνηση, ενώ οι προσδοκίες και οι ελπίδες των πολιτών φαίνεται να είναι σε απόλυτη αναστάτωση.
Ο ψηφοφόρος βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα, σαν να επιλέγει ανάμεσα στην οικεία αβεβαιότητα του παρελθόντος και το άγνωστο που μπορεί να αποδειχτεί ακόμα χειρότερο. Η ΝΔ της δεύτερης θητείας μοιάζει με εστιατόριο που σερβίρει το ίδιο πιάτο ξανά και ξανά, αλλά αλλάζει την περιγραφή του στο μενού, με λέξεις όπως «σταθερότητα» και «ανάπτυξη» που επαναλαμβάνονται χωρίς ουσιαστική αλλαγή. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει τον εαυτό του σαν το διαφημιζόμενο επαναστατικό απορρυπαντικό που υπόσχεται να εξαφανίσει κάθε πολιτικό λεκέ, αλλά καταλήγει με τα ίδια σημάδια στο ύφασμα της χώρας. Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να επιστρέψει ως τον 70άρη μπαρμπα-ροκά σταρ, νομίζοντας ότι το κοινό τον περιμένει, ενώ στην πραγματικότητα πολλοί έχουν μετακομίσει σε άλλους πολιτικούς «ήχους».
Κι ο Έλληνας ψηφοφόρος δείχνει να βρίσκεται μπροστά σε ένα αυτόματο μηχάνημα αναψυκτικών: ξέρει πως το κουμπί που πατάει συχνά του δίνει χλιαρό ποτό, αλλά φοβάται να επιλέξει το άλλο, μήπως βγει άδειο κουτάκι. Κι όπως κάθε έξυπνος αγοραστής στην αγορά Κυριακής, ξέρει πως ό,τι κι αν διαλέξει, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να επιστρέψει σπίτι με «σκάρτο εμπόρευμα» της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη. Γιατί πάντα ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες και τα ψιλά γράμματα των προεκλογικών υποσχέσεων.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ KARFITSA