Αν κάποτε η Εκκλησία αποφασίσει να αναγνωρίσει την καθημερινή αγιοσύνη, τότε η πρώτη που θα ενταχθεί στα άνω τάγματα, με τιμές και δάκρυα, είναι η μάνα. Όχι κάποια συγκεκριμένη. Η Μάνα. Εκείνη που έρχεται στη γη χωρίς οδηγίες χρήσης, αλλά ξέρει από ένστικτο πώς να φτιάξει φακές, να κατεβάσει πυρετούς και να ανεβάσει χαμόγελα.
Θα τη λέγαμε Αγία Μητέρα η Παντοτινή, προστάτιδα των ξεχασμένων κλειδιών, των χαμένων κάλτσων, των μισοψημένων παιδικών ονείρων. Δεν θα είχε απλώς βίο, θα είχε ημερολόγιο μαρτυρίου: 05:45 – Ξυπνάει πρώτη 06:00 – Ξυπνάει τους πάντες 07:00 – Ταΐζει, ντύνει, σιδερώνει, φιλάει, σκουπίζει, διορθώνει έκθεση, φτιάχνει καφέ με το ένα χέρι και κρατάει το θυμό της με το άλλο.
Θαύμα πρώτο: Περπάτησε ξυπόλυτη πάνω σε LEGO χωρίς να ουρλιάξει.
Θαύμα δεύτερο: Μύρισε από την κουζίνα ότι ο γιος της καπνίζει, ενώ εκείνος είναι τρία τετράγωνα μακριά.
Θαύμα τρίτο: Έβαλε τάξη στο χάος χωρίς να φωνάξει, μόνο με εκείνο το βλέμμα το «μη με κάνεις να σηκωθώ».
Η αγιογραφία της; Όχι με χρυσά φόντα και χλαμύδες. Με ποδιά γεμάτη λεκέδες σάλτσας, με ένα τηγάνι στο χέρι και το τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί: — “Ναι, είμαι καλά. Εσύ έφαγες τίποτα ή πάλι με πατατάκια ζεις;”
Η Αγία Μητέρα δεν κρατάει θυμιατό. Κρατάει φασολάδα. Και μυρίζει παστουρμά, κολώνια λεμόνι και εκείνη την απροσδιόριστη μυρωδιά της αγκαλιάς που σε σώνει.
Είναι η μόνη Αγία που ανέχτηκε την εφηβεία σου χωρίς να μπει σε μοναστήρι. Η μόνη που άκουσε το “Άσε με ρε μάνα” και απάντησε με ένα: “Έχω μαγειρέψει, φάε και μετά παράτα με”.
Εγώ τη δική μου Αγία τη γνώρισα καλά. Έζησα στα θαύματά της και τώρα ζω με την απουσία τους. Έφυγε πριν ένδεκα χρόνια, αλλά κάθε φορά που πάω να πέσω, νιώθω το χέρι της στην πλάτη. Εκείνο το “σήκω αγόρι μου, μπορείς” που δεν το λέει πια, αλλά ακούγεται καθαρά – στο κεφάλι μου, στην καρδιά μου, και πιο πολύ στα λάθη μου.
Αν η μάνα ήταν Αγία, θα ήταν η πιο ανθρώπινη απ’ όλες. Γιατί δεν αναστήθηκε η ίδια, αλλά μας ανέστησε όλους.
Γι’ αυτό σήμερα, να μη λέμε “Χρόνια Πολλά” μόνο. Να λέμε: “Συγγνώμη που άργησα να καταλάβω. Ευχαριστώ που με έμαθες χωρίς βιβλίο. Και σ’ αγαπώ, γιατί αν δεν σ’ αγαπούσα, δεν θα ήμουν καν άνθρωπος.”
Για σένα, μάνα, που τώρα πια δεν μαγειρεύεις, δεν φωνάζεις, δεν περιμένεις. Αλλά είσαι παντού. Στο φως της κουζίνας που δεν σβήνει, στο πιάτο που λέει “φάε λίγο ακόμα”, και στο βλέμμα μου, κάθε φορά που καθρεφτίζεται πάνω μου η αγάπη σου.
Χρόνια πολλά, Αγία Μητέρα.
Και σ’ ευχαριστώ που, όσο ζούσες, δεν με άφησες ποτέ να πεθάνω από λύπη…