Ο όρος «woke» έχει εξελιχθεί από σύμβολο κοινωνικής εγρήγορσης σε μια τοξική και διχαστική λέξη, βλάπτοντας τα ίδια τα ζητήματα που φιλοδοξούσε να προωθήσει. Παρά την αρχική του χρήση ως έκφραση εγρήγορσης για κοινωνική δικαιοσύνη, ιδιαίτερα στον αγώνα κατά του ρατσισμού στις ΗΠΑ, η εκτεταμένη και συχνά αδόκιμη εφαρμογή του σε ευρύτερα κοινωνικά κινήματα έχει οδηγήσει σε πολώσεις, αποξένωση και τελικά αποτυχία σε βασικούς στόχους.
Η ρίζα του προβλήματος ξεκινά από την υπερβολική εφαρμογή του όρου. Αντί να αποτελεί μια ομπρέλα που αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη, ο όρος «woke» χρησιμοποιείται συχνά για να επιβληθούν ιδεολογίες που δεν αφήνουν χώρο για διαφωνία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τάση ορισμένων ακτιβιστών να απορρίπτουν ως «μη ξύπνιους» όσους εκφράζουν διαφορετικές απόψεις, ακόμη και αν αυτές οι απόψεις βασίζονται σε νόμιμες ανησυχίες ή εμπειρίες. Αυτή η προσέγγιση δημιουργεί διαχωριστικές γραμμές, ενισχύοντας την πόλωση και αποξενώνοντας τους μετριοπαθείς.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιδείνωσαν την κατάσταση. Η πρακτική της «ακύρωσης» ανθρώπων για απόψεις που θεωρούνται προσβλητικές έχει δημιουργήσει κλίμα φόβου, αποτρέποντας τον διάλογο. Αντί για γόνιμη συζήτηση, βλέπουμε συχνά τη στιγματοποίηση και την ταπείνωση ατόμων που μπορεί απλώς να μην κατανοούν πλήρως ένα θέμα ή να έχουν διαφορετική προοπτική. Το αποτέλεσμα είναι η ενίσχυση στερεοτύπων και προκαταλήψεων, αντί η άμβλυνσή τους.
Παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν αναδεικνύουν τις επιπτώσεις αυτής της τοξικότητας. Στην περίπτωση της JK Rowling, η συγγραφέας δέχθηκε έντονη κριτική για τις απόψεις της σχετικά με τα δικαιώματα των τρανς ατόμων, οι οποίες, αν και αμφιλεγόμενες, βασίζονταν σε ανησυχίες για την ασφάλεια των γυναικών. Η δημόσια αντίδραση όχι μόνο δεν συνέβαλε στη συζήτηση, αλλά έδωσε έδαφος σε μέσα ενημέρωσης να εκμεταλλευτούν το ζήτημα, προωθώντας μια ακόμα πιο διχαστική αφήγηση.
Ακόμα και οι θεσμοί δεν έχουν μείνει ανεπηρέαστοι. Οργανώσεις όπως η Stonewall, που ιστορικά υποστήριξαν τα δικαιώματα της LGBTQ+ κοινότητας, έχουν δεχθεί κριτική για τη μονοδιάστατη στάση τους σε περίπλοκα ζητήματα, γεγονός που έχει αποξενώσει ορισμένους από τους αρχικούς τους υποστηρικτές. Παρόμοια, οι προσπάθειες εμπορευματοποίησης της «woke agenda» από μεγάλες εταιρείες, όπως η διαφήμιση της Pepsi που ευτελίζει τα κοινωνικά κινήματα, έχουν προκαλέσει απογοήτευση, υπονομεύοντας την αυθεντικότητα του μηνύματος.
Η τοξικότητα που έχει περιβάλει τον όρο «woke» είναι ένα εμπόδιο για την πρόοδο. Αν ζούσα στα 60s, και σε μια φαντασιακή συνάντηση συναντούσα τον Μάνο Χατζιδάκι θα επέλεγα να περηφανεύομαι ως συνέλληνας για τα μύρια όσα ταλέντα του πάντως σίγουρα όχι για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του που θα μου ήταν αδιάφορες. Όταν οι συζητήσεις για κοινωνική δικαιοσύνη μετατρέπονται σε αρένες ηθικής υπεροψίας, χάνεται η ευκαιρία για ενότητα και συνεργασία. Είναι κρίσιμο να αναγνωρίσουμε ότι κανένα συστημικό πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς την ενεργή συμμετοχή όλων των πλευρών.
Για να αποκατασταθεί η δύναμη της κοινωνικής εγρήγορσης, χρειάζεται μια νέα προσέγγιση: περισσότερη έμφαση στη συζήτηση, λιγότερη τάση προς την ακύρωση. Οι προοδευτικές φωνές πρέπει να προωθούν την κατανόηση και τη συνεργασία, αντί να επιβάλλουν δογματικές απόψεις. Μόνο τότε θα μπορέσει ο όρος «woke» να επιστρέψει στις ρίζες του ως εργαλείο ενότητας και θετικής αλλαγής.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ KARFITSA