Πόσο αντέχει ο ελληνικός τουρισμός να σηκώνει την ελληνική οικονομία;
Σκεφτείτε τον τουρισμό στην Ελλάδα ως μια καλά ζυγισμένη κούνια: όσο πιο πολύ την σπρώχνουμε, τόσο πιο ψηλά πηγαίνει. Αλλά αν κάποιος κρέμεται από τη μέση της, τότε μπορεί να μην έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Πόσο ακόμη μπορεί λοιπόν ο τουρισμός να σηκώνει την ελληνική οικονομία χωρίς να βγάλει έντονη κραυγή;
Ο τουρισμός, αυτός ο πολύχρωμος καβαλάρης της οικονομίας μας, έχει γίνει η «χρυσή κότα» που γεννάει αυγά. Μόνο που η «γενναιοδωρία» του φαίνεται να έχει αρχίσει να χάνει τη λάμψη της. Σε έναν κόσμο όπου όλο και περισσότεροι επισκέπτες συνωστίζονται στις «διάσημες» παραλίες της Σαντορίνης ή του Μυκόνου, αναρωτιέμαι αν οι ζωντανές εικονίτσες του Instagram και οι αναρτήσεις στα social media έχουν την ίδια βαρύτητα με τα αυξανόμενα κόστη των υποδομών, τις πιέσεις στον περιβάλλον και την αδυναμία της τοπικής κοινωνίας να αναπνεύσει.
Φανταστείτε ένα φουγάρο που καπνίζει ασταμάτητα: όσο περισσότερο λειτουργεί, τόσο πιο επιβαρυντική είναι η αναπνοή του. Οι τουρίστες φτάνουν το καλοκαίρι σαν τα κύματα του Αιγαίου, αλλά μαζί τους έρχονται και οι ανησυχίες σχετικά με την υποδομή, τη ρύπανση και τη ζωή των ντόπιων. Ο κάθε επισκέπτης μπορεί να φέρνει έσοδα, αλλά η αίσθηση ότι οι τοπικές κοινότητες γίνονται «ξενοδοχεία» στη δική τους γη είναι όλο και πιο παρούσα.
Και είναι αστείο να σκεφτόμαστε ότι ωθούμε την οικονομία μας με τουρίστες που ξοδεύουν ολοένα και λιγότερα. Το 2024, οι αριθμοί ίσως να φτάσουν τις 36 εκατομμύρια αφίξεις, αλλά τα έσοδα και η κατά κεφαλή δαπάνη εκπέμπουν σήμα κινδύνου. Σαν να παρακολουθούμε ένα θέατρο σκιών, στο οποίο όλοι οι καταναλωτές παλεύουν με το πορτοφόλι τους, προσπαθώντας να βρουν την καλύτερη προσφορά χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες της «βιασύνης» τους.
Αλήθεια, αν η Ελλάδα ήταν ο καλλιτέχνης αυτού του θεάματος, ποιο θα ήταν το μήνυμα που προσπαθεί να επικοινωνήσει; Μήπως ότι «εδώ είναι η καλύτερη πίστα χορού για τους τουρίστες, ας χορέψουμε μέχρι να γίνουμε στάχτη»; Κάθε ευκαιρία που χάνεται και κάθε εστιατόριο που κλείνει λόγω των υψηλών ενοικίων απλώς προσθέτει άλλη μία κίνηση στο καυστικό χορό της παρακμής.
Και εδώ είναι που το κράτος, ο «μάστερ» του σεναρίου, πρέπει να αναλάβει δράση. Με την ίδια ευκρίνεια που διαχειρίζεται την εξωτερική πολιτική και την άμυνα της χώρας, χρειάζεται να εστιάσει και στον τουρισμό. Δεν μπορεί να επιτρέπει σε κάθε ενδιαφερόμενο (από μεγάλες επιχειρήσεις μέχρι οικογενειακά ξενοδοχεία) να φτιάχνει τη δική του εκδοχή του τουριστικού αφηγήματος. Αποτέλεσμα; Ένα μωσαϊκό από ιστορίες που περιορίζει την ταυτότητα και τη βιωσιμότητα του τουρισμού μας.
Καθώς οι δυσκολίες του τουρισμού συνεχίζουν να πλησιάζουν, αναρωτιόμαστε: μέχρι πότε θα μπορεί να βαδίζει ο τουρισμός αυτός ο δρόμος; Ίσως, η λύση βρίσκεται στη … γεωμετρία: να βρούμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες των επισκεπτών και την ευημερία των ντόπιων.
Είναι καιρός λοιπόν να επανεξετάσουμε το μοντέλο μας. Αν ο τουρισμός μας σκοπεύει να συνεχίσει να “σηκώνει” την ελληνική οικονομία, πρέπει να χαράξουμε μια στρατηγική η οποία θα είναι πιο βιώσιμη και θα τιμά την ελληνική μας ταυτότητα. Γιατί, σε τελική ανάλυση, είναι καλύτερο να είμαστε οι πρωταγωνιστές στον δικό μας τουριστικό “φιλμ”, παρά απλώς κομπάρσοι σε μια ιστορία που δεν μας ανήκει.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ KARFITSA