Το OnlyFans αφαιρεί από την αγορά εργασίας μια ολόκληρη γενιά
Αντί για βιογραφικά, φτιάχνουν προφίλ. Αντί για συνεντεύξεις, ανεβάζουν stories. Η νέα γενιά εγκαταλείπει την παραδοσιακή εργασία για τα ψευτοεκατομμύρια του OnlyFans — και η χώρα το πληρώνει.
Τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, κάποιος θα περηφανευτεί στο TikTok ή το Instagram πως «παράτησε τη δουλειά του και τώρα βγάζει χιλιάδες από το OnlyFans». Οι υπόλοιποι ακούν, ζηλεύουν και δοκιμάζουν. Έτσι χτίζεται σιγά-σιγά μια νέα εθνική φαντασίωση: όχι διορισμός στο δημόσιο, όχι καριέρα στο εξωτερικό — αλλά viral βίντεο, ερωτικά μηνύματα και εύκολο χρήμα με 20% προμήθεια.
Μόνο που η πραγματικότητα, όπως συνήθως, είναι πολύ λιγότερο φωτισμένη απ’ ό,τι δείχνει το ring light.
Το OnlyFans, μια πλατφόρμα που υποτίθεται «δίνει δύναμη στους δημιουργούς περιεχομένου», έχει μετατραπεί στην ψηφιακή εκδοχή του παλιού γνωστού ονείρου του “εύκολου κέρδους”. Και σαν όλες τις φούσκες που βασίζονται σε αυταπάτες, οδηγεί χιλιάδες νέους – και στην Ελλάδα – να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας, να ακυρώσουν σπουδές και δεξιότητες, για να κυνηγήσουν ένα άπιαστο «ψηφιακό λαχείο».
Γιατί ναι, κάποιοι βγάζουν εκατομμύρια. Αλλά η μέση δημιουργός περιεχομένου βγάζει γύρω στα 160 ευρώ τον μήνα, σύμφωνα με ανεξάρτητες έρευνες (Georgiev, 2023). Κι αυτό, με κόστος ψυχικό, κοινωνικό και επαγγελματικό — ένα κόστος που συχνά γίνεται αντιληπτό μόνο αφού είναι αργά.
Κι αν νομίζετε ότι αφορά μόνο μοντέλα ή “influencers”, γελιέστε. Φοιτήτριες, εργαζόμενοι, μητέρες, άνεργοι, ακόμη και επαγγελματίες επιλέγουν να δημιουργήσουν λογαριασμούς, συχνά από ανάγκη, σε μια οικονομία που δεν προσφέρει αξιοπρεπείς εναλλακτικές. Κάπως έτσι, η χώρα χάνει σταδιακά ανθρώπινο κεφάλαιο. Αντί για νέους που στέκονται στην ουρά του ΟΑΕΔ, έχουμε νέους που στηρίζονται σε… συνδρομητές από τον Καναδά και την Αυστραλία.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως χτίζεται μια «αγορά εργασίας της απελπισίας», στην οποία το ίδιο το σώμα γίνεται προϊόν, και η ελπίδα για αυτονομία μετατρέπεται γρήγορα σε αόρατα δεσμά. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Το ακόμη πιο ανησυχητικό είναι η πλήρης κανονικοποίηση αυτής της κουλτούρας. Η κοινωνία, αμήχανη και ελαφρώς αποστασιοποιημένη, παρακολουθεί χωρίς πραγματική παρέμβαση. Οι νέοι μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον που τους λέει «αν δεν μπορείς να τα καταφέρεις με πτυχία και δουλειά, κάν’ το με views». Και το κάνουν.
Κι όταν έρθει η στιγμή που τα clicks τελειώσουν, που οι φωτογραφίες κυκλοφορούν παντού, που η επόμενη δουλειά απαιτεί βιογραφικό και όχι “περιεχόμενο”, τότε οι συνέπειες θα είναι μόνιμες — και η αγορά εργασίας πιο φτωχή.
Η λύση δεν είναι να δαιμονοποιήσουμε τα social media ή να επιστρέψουμε σε ηθικολογίες περασμένων δεκαετιών. Αλλά να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο στη ρίζα του: ως σύμπτωμα μιας κοινωνίας που δεν προσφέρει ελπίδα και ευκαιρίες στους νέους, πέρα από το κορμί τους.
Αν δεν ξαναδώσουμε αξία στην εργασία, στην εκπαίδευση και στη δημιουργικότητα που δεν μετριέται σε likes και tips, τότε η επόμενη γενιά δεν θα αναζητήσει δουλειά — αλλά «προφίλ». Κι αυτό, όσο κι αν βγάζει “περιεχόμενο”, δεν χτίζει μέλλον.