Στο εδώλιο κάθισαν ο 33χρονος πρώην σύντροφός της, καθώς και μια 29χρονη
Υπόθεση διαρροής προσωπικού υλικού με εκδικητικά κίνητρα, που είχε ως θύμα μία 40χρονη γυναίκα – πρώην συμμετέχουσα σε τηλεοπτικό reality – εκδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, μετά από μήνυση που κατέθεσε η ίδια ζητώντας την παρέμβαση της Δικαιοσύνης.
Το συμβάν ήρθε αρχικά στο φως μέσα από την τηλεοπτική εκπομπή στην οποία είχε λάβει μέρος η παθούσα. Στο εδώλιο κάθισαν ο 33χρονος πρώην σύντροφός της, καθώς και μια 29χρονη, η οποία στο παρελθόν είχε συνάψει ερωτική σχέση με τον ίδιο άνδρα.
Οι δύο κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για παραβίαση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων – με το δικαστήριο να τους αναγνωρίζει το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Επιπλέον, στη 29χρονη επιβλήθηκε ποινή και για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ο 33χρονος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, ενώ στη συγκατηγορούμενή του επιβλήθηκε συνολική ποινή 4,5 ετών. Και για τους δύο αποφασίστηκε μετατροπή της ποινής προς 5 ευρώ την ημέρα.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, το υλικό – φωτογραφίες και βίντεο προσωπικού χαρακτήρα – είχε ληφθεί κατά τη διάρκεια της σχέσης του 33χρονου με τη μηνύτρια. Μετά τη λήξη της σχέσης τους, στις αρχές του 2018, ο κατηγορούμενος προώθησε το υλικό αυτό στη 29χρονη, η οποία στη συνέχεια το διένειμε σε γνωστούς και φίλους της παθούσας.
Η υπόθεση επιβαρύνθηκε περαιτέρω από την ανάρτηση μέρους του υλικού σε λογαριασμό κοινωνικής δικτύωσης, τον οποίο χειριζόταν η 29χρονη και τον ακολουθούσαν χιλιάδες χρήστες. Το περιεχόμενο συνοδευόταν, όπως περιγράφεται στη δικογραφία, από προσβλητικά και υβριστικά σχόλια, ενώ στη συνέχεια κυκλοφόρησε και μέσω άλλων ψεύτικων προφίλ και ιστοσελίδων με πορνογραφικό περιεχόμενο.
«Η ζωή μου δεν έχει αποκατασταθεί ακόμη», κατέθεσε η 40χρονη, εξηγώντας ότι από το 2018 έως σήμερα συνεχίζει να δέχεται προσβλητικά μηνύματα μέσω διαδικτύου. Όπως είπε, οι επιπτώσεις στην προσωπική και επαγγελματική της ζωή ήταν τόσο σοβαρές, που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα.
Από την πλευρά του, ο 33χρονος ισχυρίστηκε πως εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζε σοβαρή ψυχολογική πίεση λόγω φαρμακευτικής αγωγής και δεν μπορούσε να αντιληφθεί πλήρως τη βαρύτητα των πράξεών του. Παράλληλα, επέρριψε την ευθύνη στη συγκατηγορούμενή του για τη δημοσιοποίηση του επίμαχου υλικού.
Η 29χρονη, από την πλευρά της, απέρριψε τις κατηγορίες ως αβάσιμες και υποστήριξε ότι στα επίμαχα αρχεία δεν απεικονιζόταν το πρόσωπο της 40χρονης. Δικαιολογώντας τη συμπεριφορά της, ανέφερε ότι προχώρησε στην πράξη αυτή λόγω της συστηματικής προσβολής που δεχόταν από την παθούσα.