Αναφερόμενη στη σχέση της Κυριακής με τον κατηγορούμενο, σημείωσε ότι αυτή έληξε το 2024, εξαιτίας της κακοποιητικής συμπεριφοράς του σε βάρος της. Περιέγραψε τις βίαιες εκρήξεις του κατηγορούμενου, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στις καταθέσεις των μελών της οικογένειας της Κυριακής. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε σε μια φράση που η Κυριακή είχε πει στη μητέρα της: «Μαμά, με ζηλεύει άρα με αγαπάει», αναδεικνύοντας τη σύγχυση που προκαλεί ο ψυχολογικός έλεγχος ενός κακοποιητή.
Την παρακολουθούσε συνεχώς και τη χειραγωγούσε
Ακόμη, η εισαγγελέας επεσήμανε πως όλοι οι μάρτυρεςέκαναν λόγο για περιστατικά κακοποίησης, αλλά και για κατανάλωση αλκοόλ και ουσιών από τον κατηγορούμενο, στοιχεία που ενίσχυαν τη βίαιη συμπεριφορά του. Όπως ειπώθηκε στη δίκη, ο 40χρονος ασκούσε απόλυτο έλεγχο στην Κυριακή – την παρακολουθούσε συνεχώς και τη χειραγωγούσε. Η αδελφή της 28χρονης είχε παρατηρήσει σημάδια στο πρόσωπό της από χτυπήματα, ενώ περιέγραψε και περιστατικό όπου ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε επειδή είχε βγει να διασκεδάσει χωρίς αυτόν.
Κατά την εισαγγελικό λειτουργό, ιδιαίτερα σοβαρή υπήρξε η μαρτυρία της αδελφής της Κυριακής, σύμφωνα με την οποία η άτυχη κοπέλα, τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, ζούσε σε διαρκή φόβο απέναντι στον κατηγορούμενο. Η εισαγγελέας κατέληξε υπογραμμίζοντας πως πολλοί μάρτυρες τον χαρακτήρισαν ως «χειριστικό» άτομο, που ασκούσε ψυχολογική πίεση και εξουσία πάνω στην Κυριακή.
«Ο κατηγορούμενος την αντιλαμβανόταν ως κτήμα του»
Αιχμηρή ήταν η τοποθέτηση της εισαγγελέως Βασιλικής Δημοπούλου για τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου απέναντι στην Κυριακή Γρίβα, κάνοντας λόγο για έναν άνθρωπο που είχε αναπτύξει παθολογική εμμονή με τον έλεγχο της ζωής της. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «ο κατηγορούμενος την αντιλαμβανόταν ως κτήμα του», επιδιώκοντας συστηματικά να την απομακρύνει από το φιλικό και κοινωνικό της περιβάλλον – και τελικά το κατάφερε. Η εισαγγελέας επισήμανε ότι ο έλεγχος που ασκούσε ήταν διαρκής, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να της χαρίσει smartwatch ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τις κινήσεις της. «Ήξερε πότε επιβιβαζόταν στο λεωφορείο και είχε πλήρη εικόνα των μετακινήσεών της», τόνισε.
Κατά το έτος 2023, ο κατηγορούμενος φέρεται να αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει τρεις φορές και νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Δαφνί. Η Κυριακή, όπως ανέφερε η εισαγγελέας, είχε πλέον εξαντληθεί συναισθηματικά, καθώς καλούνταν διαρκώς να διαχειριστεί την ψυχολογική αστάθεια και τα προβλήματα του κατηγορουμένου, σε βάρος της δικής της ψυχικής υγείας.
Διάβασε απόσπασμα από προσωπική επιστολή της Κυριακής
«Ήθελα να ζήσουμε πολλά μαζί, αλλά δεν αντέχω άλλο σε αυτή τη σχέση. Έδωσα ό,τι είχα, αλλά δεν αντέχω άλλο. Προσπαθούσα να σε θέλω, να σε αγαπάω, να μη σε φοβάμαι. Σε ενδιαφέρει αν θα βάλω φούστα ή τζιν; Αν αργήσω με το λεωφορείο; Θέλεις να τα θεωρώ αυτά φυσιολογικά… Δεν θέλω κάποιον που με την πρώτη ευκαιρία βρίζει, φωνάζει και σπάει πράγματα. Ήθελα πολύ να αλλάξεις… Δεν ξέρω αν θα αλλάξεις στο μέλλον, αλλά εγώ δεν θα είμαι εκεί για να το δω». Η εισαγγελέας ολοκλήρωσε τη συγκλονιστική ανάγνωση με τη φράση: «Και δεν ήταν. Αυτή είναι η τραγική ειρωνεία».
«Ενήργησε με πλήρη ψυχραιμία, μεθοδικότητα και απόλυτο έλεγχο των πράξεών του»
Στη συνέχεια, η εισαγγελέας επικαλέστηκε τα στοιχεία από την πραγματογνωμοσύνη των ψηφιακών πειστηρίων, τα οποία, όπως είπε, «καταδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με πλήρη ψυχραιμία, μεθοδικότητα και απόλυτο έλεγχο των πράξεών του». Αναλύοντας καρέ-καρέ τις κινήσεις του, τόνισε πως «ο κατηγορούμενος, ο οποίος επικαλείται μειωμένο καταλογισμό, επιτέθηκε με πέντε μαχαιριές. Στο διάστημα των 28 δευτερολέπτων που δεν καταγράφεται στην κάμερα, κι ενώ ο φρουρός εμφανίζεται στα 35 δευτερόλεπτα, έχει ήδη καταφέρει τις δύο πρώτες μαχαιριές». Με βάση αυτά τα δεδομένα, η εισαγγελέας ζήτησε την απόρριψη του ισχυρισμού περί μειωμένου καταλογισμού, επιμένοντας πως η πράξη δεν ήταν προϊόν ψυχικής διαταραχής αλλά συνειδητή και οργανωμένη.
Παράλληλα, η κ. Δημοπούλου υπογράμμισε την ακραία βία της επίθεσης: «Η ένταση των χτυπημάτων ήταν τέτοια που έφτασε να της σπάσει οστά με το μαχαίρι. Η πράξη του δεν ήταν παρορμητική, ήταν αποφασισμένη. Μετά τον φόνο, αυτοτραυματίστηκε στον λαιμό, όμως αφοπλίστηκε γρήγορα και διαπιστώθηκε πως τα τραύματα ήταν επιφανειακά, χωρίς να έχει πειραχθεί κανένα σημαντικό αγγείο».
Και κατέληξε: «Γιατί αυτοτραυματίστηκε; Επειδή είχε επίγνωση του τι έκανε. Ήξερε πως είχε σκοτώσει. Είχε πλήρη αντίληψη και δεν ήθελε να πεθάνει, αλλιώς θα το είχε κάνει – όπως σκότωσε εκείνη. Το έκανε για να δημιουργήσει εντυπώσεις, να εμφανιστεί ως ψυχικά διαταραγμένος, να αποσπάσει επιείκεια. Ο κατηγορούμενος έχει εμμονή με την Κυριακή. Η ζήλεια του δεν είναι απλή. Είναι παθολογική. Αγάπη; Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω», είπε η εισαγγελέας, αφήνοντας την τελευταία φράση της να αιωρείται μέσα στη δικαστική αίθουσα.