, Παρασκευή
29 Μαρτίου 2024

search icon search icon

Γιάννης Ιορδανίδης στην “Κ”: Λυπάμαι να βλέπω παραστάσεις που αγγίζουν το… χάος

IORDANIDHSΧρόνια τώρα έχει αποδείξει την αδιαμφισβήτητη σκηνοθετική του αξία ανεβάζοντας έργα του παγκόσμιου και του ελληνικού ρεπερτορίου. Ο Γιάννης Ιορδανίδης δεν είναι μόνο ένας από τους πιο ικανούς σκηνοθέτες που διαθέτει το ελληνικό θέατρο, αλλά έχει βαθιά γνώση του αντικειμένου του με σπουδές τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Σπούδασε θεατρολογία στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης και παράλληλα Νεοελληνική Φιλολογία στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, ως υπότροφος της γαλλικής κυβέρνησης. Όλες οι σκηνοθεσίες του έχουν άποψη και οποιοδήποτε νεωτεριστικό στοιχείο υπάρξει στην παράσταση, δεν αποδομεί το κείμενο, ούτε το ίδιο το έργο, αλλά τεκμηριώνεται πάντα και δεν εφευρίσκεται χάριν εντυπωσιασμού ή εφέ. Σε μια πορεία 30 χρόνων έχει σκηνοθετήσει στην Ελλάδα και το εξωτερικό περισσότερες από 100 παραστάσεις. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Φέτος συνεργάζεται με το Κ.Θ.Β.Ε. σκηνοθετώντας το έργο του Ζαν- Κλωντ Γκραμπέρ «Το ραφτάδικο», που «ανεβαίνει» στις 18 Οκτωβρίου  στη  Μονή Λαζαριστών.

Συνέντευξη στο Βασίλη Παπαβασιλείου

Τι είναι αυτό που σε εντυπωσίασε στο έργο του Ζαν-Κλωντ Γκραμπέρ και αποφάσισες να το σκηνοθετήσεις;

Γνώριζα το έργο από τότε που πρωτοανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο Οντεόν του Παρισιού. Δε θα μιλήσω για τις δραματουργικές αρετές του έργου, που γι’ αυτές έχει μιλήσει η παγκόσμια κριτική, θα μιλήσω για το τι άγγιξε εμένα. Αυτό λοιπόν, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Γκραμπέρ μιλά για πολύ σοβαρά και σπουδαία θέματα με χιουμοριστική διάθεση, χωρίς ποτέ να γίνεται διδακτικός.  Πιστεύω πως αυτή είναι κι η μεγάλη αρετή του έργου. Το Μεσογειακό του χιούμορ είναι διαβρωτικό, όπως διαβρωτική είναι και η συγκίνηση που μεταδίδει. Τα πρόσωπα του έργου βιώνουν την καθημερινότητα ατενίζοντας με αισιοδοξία το μέλλον. Πέρα όμως απ’ αυτά, είναι ένα πολύ σημαντικό έργο, πολυβραβευμένο, που καθιέρωσε τον Ζαν-Κλωντ Γκραμπέρ μεταξύ των πιο σημαντικών συγγραφέων παγκοσμίως και του έδωσε θέση στο Γαλλικό Θέατρο, δίπλα σε έναν Ιονέσκο.

Ποια είναι η σκηνοθετική σου ματιά;

Τα έργα του Γκραμπέρ έχουν ένα ονειρικό στοιχείο και όλη μου η προσπάθεια είναι να προβάλλω αυτό το στοιχείο. Να περάσω δηλαδή απ’ την πραγματικότητα στη φαντασία κι από εκεί στο όνειρο. Να παίξω μ’ αυτά τα στοιχεία μεταβαίνοντας απ’ το ένα στο άλλο, χωρίς να χρειάζεται να δίνω εξηγήσεις. Κατά κάποιο τρόπο είναι μια επανασκηνοθεσία επάνω στη σκηνοθεσία. Επίσης προσπαθώ να δώσω στην παράσταση μια κινηματογραφική δομή. Μ’ ενδιέφερε ακόμα να μιλήσει στους θεατές του σήμερα, γιατί το έργο μιλά για τη μεταπολεμική εποχή στο Παρίσι. Η παράσταση μέσα από μια σύγχρονη σκηνοθετική προσέγγιση φιλοδοξεί να αναζητήσει τις αναλογίες της μεταπολεμικής Γαλλίας με το σήμερα και να επαναπροσδιορίσει τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα.

Γιατί δεν έκανες μετακλήσεις ηθοποιών από την Αθήνα, όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι σκηνοθέτες, που ανεβάζουν έργα στο Κ.Θ.Β.Ε; Θεωρείς επαρκές καλλιτεχνικά το δυναμικό του;

Ένας σκηνοθέτης κάνει μετακλήσεις, δουλεύοντας με το Κ.Θ.Β.Ε., όταν στο δυναμικό του θεάτρου δεν υπάρχουν οι ηθοποιοί που χρειάζονται για να υπηρετήσουν το έργο. Όταν όμως υπάρχουν μέσα στο καλλιτεχνικό δυναμικό αυτοί οι ηθοποιοί, οι οποίοι μάλιστα είναι γνωστοί στο κοινό της Θεσσαλονίκης, που θεωρείται και δύσκολο, τότε για ποιο λόγο να κάνει κανείς μετακλήσεις;

Πώς είναι να δουλεύεις με τους ηθοποιούς του Κ.Θ.Β.Ε;

Οι ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε. δεν είναι ένα άλλο «είδος» σε σχέση με τους υπόλοιπους ηθοποιούς του ελληνικού Θεάτρου. Σε μια πορεία τριάντα χρόνων που αριθμεί πολλές μεγάλες παραγωγές, τόσο στα Κρατικά Θέατρα όσο και στο ελεύθερο, δουλεύω με τους ηθοποιούς του όπως ακριβώς και με τους άλλους. Μόνο που με πολλούς από τους ηθοποιούς του Κ.Θ.Β.Ε. έχω δουλέψει σε πολλές παραστάσεις κι αυτό βοηθά περισσότερο τα πράγματα, αφού «γνωριζόμαστε» καλά.

Το θέατρο είναι για τους πολλούς ή για τους λίγους;

Το θέατρο είναι για όλους. Ας φροντίσουμε οι «πολλοί» να γίνουν «λίγοι» και οι «λίγοι», «πολλοί».

Ποιο ή ποια έργα θα ήθελες πολύ να σκηνοθετήσεις και δε σου δόθηκε ακόμα η ευκαιρία;

Υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς που θα ήθελα να ασχοληθώ μαζί τους, αλλά λόγω συγκυριών ως τώρα δεν πραγματοποιήθηκε. Ας πούμε ο Τσέχωφ ή ο Πίντερ. Δε θα μιλήσω ειδικά για κάποια έργα, γιατί με ενδιαφέρουν πιο πολύ οι συγγραφείς και ο τρόπος που γράφει ο καθένας.

Πώς κρίνεις το επίπεδο του Ελληνικού Θεάτρου εν έτει 2013;

Θέλω να βλέπω το ποτήρι περισσότερο μισογεμάτο παρά μισοάδειο. Πιστεύω ότι περνάμε μια μεταβατική περίοδο και ότι κάτι αλλάζει αυτή τη στιγμή. Θέλω βέβαια να πιστεύω πως αλλάζει προς το καλύτερο, γιατί θέατρο χωρίς αλλαγή δε νοείται, ακόμα και όταν γκρινιάζουμε για ορισμένα πράγματα. Το θέατρο προχώρησε πάντα μέσα απ’ τις επαναστάσεις, αλλά τις ουσιαστικές επαναστάσεις. Γι’ αυτό και λυπάμαι όταν κάποιες φορές βλέπω παραστάσεις που ίσως από άγνοια ή πιστεύοντας πως αυτό είναι επανάσταση, αγγίζουν το χάος.

Πότε κάποιος είναι σε θέση να απολαύσει την πραγματική Τέχνη;

Όταν είναι έτοιμος ψυχικά να δεχτεί πράγματα την κατάλληλη στιγμή. Η Τέχνη απευθύνεται όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στις αισθήσεις κι έτσι μας γλυτώνει από τη βαρετή εκείνη διαδικασία του να «αναλύουμε» τα πράγματα.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;

Είμαι σε στιγμή που εξετάζω κάποιες προτάσεις που μου έγιναν μετά το Κ.Θ.Β.Ε., τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Δεν έχω πάρει ακόμα τις αποφάσεις μου. Πάντως με δελεάζει πολύ μια πρόταση που έχω δεχτεί, απ’ τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη, για μια νέα συνεργασία, μετά από πολλές που έχουν προηγηθεί, μεταξύ των οποίων και το «Χάρολντ και Μώντ», με συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Βούρο.

Ακολουθήστε τη Karfitsa στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.