Οι μεταγγίσεις αίματος προσφέρουν σωτήρια υποστήριξη κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων, περίθαλψης τραυμάτων, θεραπείας του καρκίνου και διαχείρισης χρόνιων παθήσεων, όπως η αναιμία. Η διαδικασία είναι γενικά ασφαλής, λόγω των αυστηρών πρωτοκόλλων, με μία βασική ωστόσο προϋπόθεση: Τη συμβατότητα των ομάδων αίματος.Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Εθελοντικής Αιμοδοσίας, το ανθρώπινο αίμα αποτελείται από τέσσερα βασικά συστατικά, καθένα με ξεχωριστό και ζωτικής σημασίας ρόλο, τα λευκά και τα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα αιμοπετάλια και το πλάσμα. Οι ομάδες αίματος καθορίζονται από την παρουσία ή απουσία συγκεκριμένων πρωτεϊνών (αντιγόνων) στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια ομάδα αίματος.
Υπάρχουν τέσσερις βασικές ομάδες αίματος, η ομάδα Α, η ομάδα Β, η ομάδα ΑΒ και η ομάδα 0. Για να προσδιοριστεί η ομάδα αίματος ενός ατόμου, οι γιατροί εξετάζουν τόσο τα ερυθρά αιμοσφαίρια (για αντιγόνα), όσο και το πλάσμα (για αντισώματα). Σημαντικό ρόλο παίζει και το σύστημα Ρέζους (Rh). Αν υπάρχει στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων ένα επιπλέον αντιγόνο, τότε το άτομο είναι Ρέζους θετικό (Rh+). Αν το αντιγόνο αυτό απουσιάζει, τότε είναι Ρέζους αρνητικό (Rh-).
Καθίσταται, λοιπόν, προφανής η καθοριστική σημασία της συμβατότητας των ομάδων αίματος στις μεταγγίσεις. Το αίμα του δότη και του λήπτη πρέπει να είναι συμβατό, σε διαφορετική περίπτωση, το εισερχόμενο αίμα αντιδρά στον οργανισμό του λήπτη, με απειλητικές για τη ζωή του επιπτώσεις. Ακόμα και όταν οι τύποι ABO και Rh ταιριάζουν, οι λεπτές παραλλαγές σε άλλα αντιγόνα μπορεί να προκαλέσουν αντιδράσεις.
Τι είναι η αιμόλυση που έπαθε η 62χρονη στο Τζάνειο
Μια από τις πιο σοβαρές συνέπειες της ασυμβατότητας ομάδας αίματος είναι η αιμολυτική αντίδραση μετάγγισης. Αυτό συμβαίνει όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του λήπτη στοχεύει και καταστρέφει τα ερυθρά αιμοσφαίρια του δότη σε μια διαδικασία που ονομάζεται αιμόλυση. Η καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων μπορεί να προκαλέσει έναν καταρράκτη επικίνδυνων συμπτωμάτων και επιπλοκών.
Τα συμπτώματα μιας αιμολυτικής αντίδρασης μετάγγισης μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια ή λίγο μετά τη μετάγγιση. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν πυρετό και ρίγη, πόνο στην πλάτη ή τα πλευρά, ερυθρότητα του δέρματος, αιματουρία, ζάλη και λιποθυμία.
Ορισμένες αντιδράσεις είναι ήπιες, άλλες όμως μπορεί να οδηγήσουν σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια, σοκ, πνευμονικές επιπλοκές, ακόμη και θάνατο, εάν δεν αντιμετωπιστούν αμέσως.
Θεραπεία και ανταπόκριση
Η Αμερικανική Εθνική Ιατρική Βιβλιοθήκη αναφέρει πως, εάν υπάρχει υποψία αιμόλυσης κατά τη διάρκεια μιας μετάγγισης, αυτή πρέπει να διακοπεί αμέσως. Το επόμενο βήμα είναι ο ασθενής να υποβληθεί σε εξετάσεις, ώστε να επιβεβαιωθεί η αιτία και να ξεκινήσει θεραπεία. Η αντιμετώπιση συχνά περιλαμβάνει:
- Φαρμακευτικό έλεγχο του πόνου και του πυρετού
- Ενδοφλέβια υγρά για την υποστήριξη της νεφρικής λειτουργίας και την πρόληψη του σοκ
- Στενή παρακολούθηση και υποστηρικτική φροντίδα, ανάλογα με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων
Η πρόληψη είναι πρωταρχικής σημασίας
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την πρόληψη των αιμολυτικών αντιδράσεων μετάγγισης είναι οι σχολαστικές διαδικασίες αντιστοίχισης αίματος. Θα πρέπει, λοιπόν, να γίνεται ακριβής προσδιορισμός των τύπων ABO και Rh, διασταύρωση για τον έλεγχο της συμβατότητας και διπλός έλεγχος της ταυτοποίησης του ασθενούς και του δότη πριν από τη μετάγγιση. Οι ασθενείς με ιστορικό αντιδράσεων μετάγγισης θα πρέπει πάντα να ενημερώνουν τους γιατρούς, καθώς ενδέχεται να απαιτούνται ειδικές προφυλάξεις.
Η επαγρύπνηση, η ακρίβεια και οι αυστηρές δοκιμές είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί ότι αυτό που θα έπρεπε να είναι μια σωτήρια διαδικασία δεν θα μετατραπεί σε επείγον περιστατικό.