, Παρασκευή
29 Μαρτίου 2024

search icon search icon

Πολυτεχνείο: Μια νύχτα του Νοέμβρη στη Θεσσαλονίκη…

Η Θεσσαλονίκη πρωταγωνίστησε στην αντίσταση κατά της Χούντας με πολλούς τρόπους. Όσο τα χρόνια της δικτατορίας περνούσαν, η θηλιά του καθεστώτος οδηγούσε σε ασφυξία τον φοιτητόκοσμο της πόλης, ο οποίος αρχικά αναζήτησε διεξόδους μέσα από τις σπουδές. Οι διέξοδοι όμως ήταν αδύνατο να προκύψουν σε ένα μη δημοκρατικό καθεστώς, όπως διαπίστωσαν οι ίδιοι οι φοιτητές – το αίτημα διεύρυνσης των γνώσεων τους ήταν άρρηκτα συνδεμένο με το αίτημα της κοινωνίας για ελευθερία. Ως εκ τούτου, είχαν ήδη αποφασίσει την κατάληψη του Πολυτεχνείου (τότε Σχολή Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών) του ΑΠΘ ως ένδειξη διαμαρτυρίας για μια σειρά αιτημάτων, ακολουθώντας τα «χνάρια» των σπουδαστών της Αθήνας. Το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου 1973, μια συμπλοκή έξω από τη Σχολή ανάμεσα σε αστυνομικούς και ομάδα φοιτητών, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και πυροδότησε την εξέλιξη γεγονότων που οδήγησαν τη Θεσσαλονίκη στο δικό της «Πολυτεχνείο»…
Της Δέσποινας Κρητικού
«Θυμάμαι μια πολύ μεγάλη συμπλοκή πριν επέμβει ο στρατός. Δώσαμε ‘’μάχες’’ σώμα με σώμα με το σπουδαστικό της Ασφάλειας. Περιφρουρήσαμε το χώρο και τους αναγκάσαμε να φύγουν», θυμάται ο Λευτέρης Τζιόλας, πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κι ένα από τα μέλη του συντονιστικού των φοιτητών που συμμετείχαν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου του ΑΠΘ. Ο ίδιος τονίζει πως η ιδέα της εξέγερσης των φοιτητών άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μετά την συνέλευση στο Φυσικομαθηματικό, τον Φεβρουάριο 1973, που βάφηκε με αίμα εξαιτίας ανδρών της Ασφάλειας, οι οποίοι υποδύονταν τους φοιτητές.
Η αμφισβήτηση του απριλιανού καθεστώτος ξεκίνησε από θέματα φοιτητικά, καθώς οι σπουδαστές ήταν αντίθετοι με την διορισμένη από τη Χούντα διοίκηση της Φοιτητικής Ένωσης Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΦΕΑΠΘ), με τους εγκάθετούς της και με όλη την αστυνομοκρατία στο Πανεπιστήμιο. «Τα πανεπιστήμια ήταν χώροι όπου συζητούσαμε σε συνθήκες παρανομίας. Εκφράζαμε τα συναισθήματά μας και καταλήξαμε να δημιουργήσουμε τη δική μας συλλογική οργάνωση».

Ο Λευτέρης Τζιόλας

Οι αναμνήσεις κάνουν τον κ. Τζιόλα να βουρκώνει. «Υπήρχαν συνάδελφοί μας με τους οποίους μιλούσαμε και την άλλη μέρα δεν ήταν μαζί μας. Είχαν συλληφθεί και θα επέστρεφαν μετά από ημέρες με μώλωπες στο πρόσωπο», αφηγείται με φωνή σπασμένη από τη λύπη που του προκαλούν οι εικόνες που του έρχονται στο μυαλό. Και συνεχίζει: «Σε εκείνη τη φάση υπήρξαν δίκτυα των αντιστασιακών οργανώσεων μέσα στα πανεπιστήμια. Η νεολαία ενεργοποιήθηκε γρήγορα σε τέτοιες οργανώσεις. Κάποιοι από εμάς ενταχθήκαμε σε αυτές και δουλεύαμε παράνομα προσπαθώντας να αποφύγουμε τη διαρκή παρακολούθηση. Ταυτόχρονα μαθαίναμε για στρατοδικεία και συλλήψεις. Όλο αυτό γιγάντωνε μέσα στο φοιτητικό χώρο το αίσθημα ότι έχουμε ένα άδικο, καταπιεστικό καθεστώς που στρέφεται ενάντια στον ελληνικό λαό. Τότε άρχισε η συζήτηση για εθνική ανεξαρτησία ως προϋπόθεση της λαϊκής κυριαρχίας, ώστε να μπορέσει να χτίσει μια δημοκρατία!”
Η κατάληψη
Η κατάληψη ξεκίνησε αρχικά από μια ομάδα 300 φοιτητών, αλλά μέσα σε λίγες ώρες μπήκαν στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης περισσότεροι από 3.000 φοιτητές. Από τον ραδιοφωνικό σταθμό που στήθηκε ακούγονταν διαρκώς το σύνθημα: «Εδώ Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης. Σας μιλάμε από την πρώτη ελεύθερη γωνιά της πόλης». Μέσα από το «πειρατικό» αυτό ραδιόφωνο η Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου και ο Φώτης Σιούμπουρας (οι βασικοί, αλλά όχι οι μόνοι εκφωνητές) αναφέρονταν στους  λόγους και στους σκοπούς της κατάληψης. Το μήνυμα που εξέπεμπαν ανέφερε, μεταξύ άλλων: «Όσοι καταλάβαμε το κτίριο της Πολυτεχνικής Σχολής, καλούμε όλους τους Έλληνες φοιτητές και εργαζόμενους, που επί επτά χρόνια υπέμειναν τον ζυγό της δικτατορίας, να σηκώσετε μαζί μας τη φωνή της αντίθεσής σας ενάντια στο ελληνικό και ξένο Κεφάλαιο και τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές. Να αρχίσουμε έναν αγώνα που θα τελειώσει με την οριστική νίκη του ελληνικού εργαζόμενου λαού».
Οι φοιτητές χωρίστηκαν στη συνέχεια κατά σχολή, προκειμένου να εκλέξουν επιτροπές και από τους αντιπροσώπους αυτούς εκλέχτηκε η γενική συντονιστική επιτροπή. Οργανώθηκαν σε ομάδες και η κάθε μια με έναν ρόλο. Μια ομάδα ανέλαβε το συντονιστικό, μια δεύτερη την αποθήκευση του ιατροφαρμακευτικού υλικού, μια τρίτη τη φύλαξη ξηράς τροφής  που συγκεντρωνόταν και μια άλλη μια ομάδα είχε αναλάβει την περιφρούρηση του κτιρίου για  να μην παρεισφρήσουν διάφοροι χουντικοί που παρίσταναν τους φοιτητές.
Η κατάληψη στο Πολυτεχνείο έγινε με μικρή καθυστέρηση σε σχέση με την Αθήνα, αλλά υπήρχε ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας με Αθήνα, Πάτρα και Γιάννενα. Η κατάληψη άρχισε το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου και η Πολυτεχνική Σχολή εκκενώθηκε τα ξημερώματα της 17/11. Ο τότε υπεύθυνος επικοινωνίας της ΚΝΕ Θεσσαλονίκης, Λάκης Μαρίνος, ανατρέχει φιλοξενούμενος στο Ιστορικό και Συλλεκτικό Αρχείο Θεσσαλονίκης του Μάνου Μαλαμίδη τα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Θυμάται ότι έμαθε για την κατάληψη κι έσπευσε επί τόπου με τον επιστήθιο φίλο του Σπύρο Σακέτα για να δει τι ακριβώς συμβαίνει. «Είμαστε με τον Σακέτα, μαθαίνουμε ότι γίνεται εξέγερση, παίρνουμε το αυτοκίνητό μου και πηγαίνουμε προς το Πολυτεχνείο. Με το που περνάμε την Έκθεση, βλέπουμε ζωσμένο το Πολυτεχνείο από χωροφύλακες και από στρατιώτες. Υπήρχαν μέσα 2.500 – 3.000 άτομα που φώναζαν συνθήματα. Σταματήσαμε για λίγο και είδαμε ότι ήταν πολύ δύσκολο να προσεγγίσουμε το Πολυτεχνείο», αναφέρει.
Στης φυλακής τα σίδερα
Από εκεί που βρισκόταν, ο Λάκης Μαρίνος άκουγε μαζί με τον Σπύρο Σακέτα τα συνθήματα από το ραδιοφωνικό σταθμό που εξέπεμπε, άκουγε την Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου και τον Φώτη Σιούμπουρα να μιλάνε. Ο ίδιος δεν διακινδύνευσε να «χωθεί» στο Πολυτεχνείο, γιατί κινδύνευε να τον κλείσουν εκ νέου πίσω από της φυλακής τα σίδερα. Είχε περάσει από στρατοδικείο στις 31 Αυγούστου 1967 κατηγορούμενος για απόπειρα «ανατροπής του πολιτεύματος» – εικοσάχρονος νέος τότε, είχε βάλει λίγες μέρες νωρίτερα φωτιά σε θυρεούς και σημαιάκια της Χούντας, σχηματίζοντας με αυτά πριν καούν το σύνθημα «114» (το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος). Έμεινε δυο χρόνια βαρυποινίτης στην Αλικαρνασσό στην Κρήτη. «Ήταν οι πιο σκληρές φυλακές μαζί με της Κέρκυρας. Το κελί ήταν πολύ μικρό, ίσα που χωρούσε ένα κρεβάτι και ένα δοχείο νυκτός. Το φαγητό άθλιο. Δεν είχαμε ούτε παπούτσια και ο περίβολος της φυλακής είχε αιχμηρές πέτρες. Όποιος μπήκε στα υπόγεια μπουντρούμια αυτών των φυλακών ξέρει τι θα πει κόλαση: Από την υγρασία βούλιαζαν τα ντουβάρια, ενώ στο πάτωμα υπήρχε πέντε εκατοστά νερό οπότε αναγκαστικά στεκόμασταν όρθιοι. Μας έφερναν την καραβάνα με το φαγητό και την έσερναν στο πάτωμα για να γεμίσει με νερό…»
Ο Λάκης Μαρίνος

Ο κ. Μαρίνος αποφυλακίστηκε μαζί με άλλους κρατούμενους με αναστολή τον Φεβρουάριο του 1969 –«το καθεστώς προσπαθούσε να δείξει μια μάσκα εκδημοκρατισμού ενώ πίεζε και ο Ερυθρός Σταυρός για την κατάσταση στις φυλακές»–, αλλά κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να φυλακιστεί ξανά. Η απόφαση της αποφυλάκισής του ανέφερε ρητά ότι εφόσον υπέπιπτε σε αδίκημα που προβλέπει ποινή άνω των δυο μηνών, θα εξέτιε το υπόλοιπο της ποινής του. Από το Φεβρουάριο 1969 ο κ. Μαρίνος ήταν κάθε μέρα «σε πλήρη ετοιμότητα» για μία ακόμη φυλάκιση. Λίγες μέρες πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον συνέλαβαν αστυνομικοί στο σπίτι του στην Τούμπα. «Πήρα τηλέφωνο τον Σπύρο Σακέτα και του είπα να ενημερώσει τον δημοσιογράφο Δημήτρη Γουσίδη ότι με συλλαμβάνουν και δεν ξέρω που θα με πάνε. Πήρα μια κουβέρτα και ένα μαξιλάρι και με πήγαν στην επάνω πλευρά του ΓΣΣ. Με έβαλαν σε μια αίθουσα και περίμενα. Λίγο αργότερα με πήγαν σε ένα γραφείο με μια λάμπα να αχνοκαίει. Στο γραφείο κάθονταν ο Κουρκουλάκος. Με ρωτάει τι γίνεται με το Σπύρο. Εγώ νόμισα τον Σακέτα κι απαντάω: τι να γίνει; Και επιμένει ο Κουρκουλάκος: Πες μου, ρε, τι θα γίνει με τον Μαρκεζίνη! Θα αρχίσεις πάλι τα ίδια τώρα που πάμε να εκδημοκρατιστούμε (είχαν αναγγελθεί εκλογές για το χειμώνα του 1974);»
«Λαμπύριζαν οι ξιφολόγχες»
Ενδεχομένως να υπήρξαν πολλοί νέοι στη Θεσσαλονίκη το βράδυ εκείνο της 16ης Νοεμβρίου, που –γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τη δράση του καθεστώτος, τα… χούγια των πρωτοπαλίκαρών του αλλά και τις συνθήκες «φιλοξενίας» των φυλακών– να δίσταζαν να επιχειρήσουν να προσεγγίσουν το Πολυτεχνείο. Το εγχείρημά τους, στην περίπτωση τελικά που θέλησαν να το επιχειρήσουν, έγινε ακόμα πιο δύσκολο όταν ο χώρος άρχισε να περικυκλώνεται από δυνάμεις των ΛΟΚ. «Ήμουν σε ομάδα περιφρούρησης και είδα τους Λοκατζήδες να έρχονται. Οι ξιφολόγχες τους λαμπύριζαν στο αμυδρό φως των προβολέων. Ακούγαμε τα χαμηλόφωνα παραγγέλματα των επικεφαλής που έδιναν εντολές στους άντρες να παραταχτούν γύρω από το Πολυτεχνείο και να καταλάβουν θέσεις», εξιστορεί ο κ. Τζίολας.
Τότε ακούγονται και οι ερπύστριες των τανκς που βγήκαν από το Γ’ Σώμα Στρατού. Γύρω στις 05.00 της 17ης Νοεμβρίου στέκεται ένα τεθωρακισμένο με αναμμένες τις μηχανές του στην είσοδο της Σχολής και λούζει με το φως των προβολέων του το Πολυτεχνείο. Ένα άλλο τανκ βρίσκεται από την πάνω πλευρά της Έκθεσης. Πίσω από το Παλαί Ντε Σπορ παρατάσσονται αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις…
Στην είσοδο του Πολυτεχνείου έφτασαν οι  επικεφαλείς της δύναμης οι οποίοι είχαν εντολή εκκένωσης. Επί τόπου ήταν ο Ε. Σδράκας (πρύτανης των τανκς) με τον σωματάρχη του Γ’ΣΣ, τον αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης και τον διευθυντή της Ασφάλειας και ζητούσαν την εκκένωση της Σχολής. Οι τηλεφωνικές γραμμές με την Αθήνα δεν είχαν ακόμα κοπεί. Στη Σχολή της Θεσσαλονίκης είχε μαθευτεί ότι κατέβηκαν τα τανκς και οι φοιτητές στον ραδιοφωνικό σταθμό ενημέρωναν ότι έχει επέμβει ο στρατός. Μετά έγινε γνωστό ότι το Πολυτεχνείο της Αθήνας είχε πέσει, ότι καταλήφθηκε από δυνάμεις του στρατού και ότι υπάρχουν θύματα. «Την ίδια στιγμή βρισκόταν έξω από τη δική μας Σχολή αυτή η ομάδα, που αξίωνε την απομάκρυνσή μας χρησιμοποιώντας ακραίες εκφράσεις, όπως τσόγλανοι, κωλόπαιδα, αλήτες…» συνεχίζει ο κ. Τζιόλας.
Ψεύτικες υποσχέσεις
Οι φοιτητές αντιλαμβάνονται ότι ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις έχουν κυκλώσει το κτίριο της Πολυτεχνικής. Οι στρατιώτες κρατούν όπλα και βρίσκονται ο ένας από τον άλλο σε απόσταση δύο μέτρων. Λίγο πριν τις 05.00 ακούγονται και οι ερπύστριες αρμάτων μάχης που παίρνουν θέσεις μπροστά από την κεντρική είσοδο. Οι κάννες των κανονιών στρέφονται προς το κτίριο και στους φοιτητές δίνεται τελεσίγραφο να εγκαταλείψουν αμέσως το κτίριο. Σε ένα από τα τελευταία μηνύματα του ραδιοφωνικού σταθμού των φοιτητών τονίζονται τα παρακάτω: «Είμαστε κυκλωμένοι από το στρατό. Ζητάμε από τους στρατιώτες να καταλάβουν ότι είμαστε αδέλφια, ότι ο εχθρός είναι ένας, πως είναι κοινός. Ζητάμε να μην υπακούσουν σε καμία διαταγή για πυροβολισμό».
Στη διαπραγμάτευση που έγινε δόθηκαν από τις αρχές διαβεβαιώσεις ότι μετά από την εκκένωση του Πολυτεχνείου δεν θα γίνουν συλλήψεις και δεν θα υπάρξουν εκδικητικά μέτρα και οι φοιτητές άρχισαν να εκκενώνουν την Σχολή. Ο κ. Τζιόλας έχει πάντως να πει ότι η συμπεριφορά των λοκατζήδων δεν ήταν επιθετική έπειτα από τις εκκλήσεις των φοιτητών να μην στρέψουν τα όπλα εναντίον τους. Ο ίδιος μάλιστα σημειώνει ότι δυο λοκατζήδες τον προστάτευσαν και τον επέτρεψαν να διαφύγει. Γιατί οι διαβεβαιώσεις που δόθηκαν, δεν τηρήθηκαν και αρκετοί φοιτητές συνελήφθησαν από τους ασφαλίτες που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από τα στρατιωτικά τμήματα. «Ποτέ μην πιστεύεις στον λόγο τέτοιων ανθρώπων», τονίζει, ενώ ο κ. Μαρίνος από την πλευρά του συμπληρώνει: «Οι φοιτητές δέχτηκαν την πρόταση να λύσουν την κατάληψη με τον όρο να μην τους συλλάβουν. Αλλά έπιασαν περισσότερα από 35 παιδιά και τα κράτησαν στην Ασφάλεια μέχρι και τα μέσα Δεκεμβρίου. Τότε μόνο τα άφησαν να φύγουν».
Η κατάληψη του Πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης έληξε έτσι χωρίς να χυθεί αίμα και χωρίς να υπάρξουν θύματα, όπως συνέβη στην Αθήνα. Παρόλα αυτά και παρότι τα γεγονότα στη συμπρωτεύουσα δεν απέκτησαν, βέβαια, αντίστοιχη αίγλη και δεν χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων, σίγουρα έμειναν χαραγμένα στη μνήμη όσων συμμετείχαν σε αυτά και σφράγισαν τις ζωές τους. «Δεν έχω ξαναζήσει ποτέ τέτοιο κλίμα έντασης και αγάπης και αλληλεγγύης, όπως τις ώρες εκείνες. Νιώθαμε όλοι σαν ένα σώμα, ενωμένοι και πολύ αγαπημένοι. Ζήσαμε μοναδικές στιγμές συντροφικότητας…» καταλήγει ο κ. Τζιόλας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολουθήστε τη Karfitsa στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.