O ανυπόστατος γάμος είναι ανύπαρκτος, δεν έχει καμιά έννομη συνέπεια και δεν απαιτείται δικαστική απόφαση για την ανατροπή του. Μπορεί όμως όποιος έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει αγωγή (ανάμεσα τους και ο εισαγγελέας, λειτουργώντας ως εκπρόσωπος της πολιτείας) για να βεβαιωθεί η ανυπαρξία του.
Αιτίες που καθιστούν έναν γάμο ανυπόστατο μπορεί να είναι λόγου χάρη η τέλεση του γάμου από ιερέα που έχει καθαιρεθεί (ενώ αν πρόκειται για ιερέα που τελεί το γάμο ενώ είναι τιμωρημένος ή σε αργία, ο γάμος είναι έγκυρος) ή από ιερέα που δεν αναγνωρίζεται ως ιερέας από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία (άρθρο 1368 Αστικού Κώδικα).
Ο Πολιτικός γάμος είναι ανυπόστατος εάν οι μελλόνυμφοι δε συμφωνούν για την τέλεση του γάμου, εάν δεν υπάρχουν δύο μάρτυρες ενώπιον των οποίων γίνεται η δήλωση και εάν δεν συνταχθεί ληξιαρχική πράξη από τον αρμόδιο δήμαρχο του τόπου τέλεσης του γάμου (άρθρο 1367 ΑΚ).
Στην περίπτωση ενός ανυπόστατου γάμου, οι «σύζυγοι» δεν έχουν ο ένας έναντι του άλλου δικαίωμα διατροφής σε περίπτωση διαζυγίου αλλά ούτε και κληρονομικά δικαιώματα ο ένας έναντι του άλλου σε περίπτωση θανάτου κάποιου από τους δύο. Επίσης τα τέκνα που έχουν αποκτηθεί εντός ανυπόστατου γάμου θεωρούνται εκτός γάμου παιδιά.
Από την άλλη πλευρά υπάρχει και ο άκυρος ή ακυρώσιμος γάμος, ο οποίος έχει όλα τα έννομα αποτελέσματα ενός γάμου μέχρις ότου ακυρωθεί από μια δικαστική απόφαση. Ένας τέτοιος γάμος μπορεί να οφείλεται σε απειλή, πλάνη ή απάτη του ενός από τους συζύγους που οδηγεί σε επήρεια της βούλησης του. Αγωγή για την ακύρωση τέτοιου είδους γάμου μπορεί να ασκηθεί από το σύζυγο που πλανήθηκε αλλά και από οποιοδήποτε άτομο έχει έννομο συμφέρον.
Από Συνταγματική άποψη η διαφορά φύλου ως στοιχείο του υποστατού γάμου δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, την αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, αφού τα ομόφυλα άτομα τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης με άλλα άτομα από την Πολιτεία.Την άποψη αυτή ενίσχυσε και η απόφαση 1428/2017 του Αρείου Πάγου που δέχεται ότι είναι ανυπόστατος ο γάμος μεταξύ ομόφυλων γιατί η διαφορά φύλου είναι η προϋπόθεση ενός υποστατού γάμου ενώ η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής από τον Εισαγγελέα ώστε να ακυρωθεί ένας τέτοιου είδους γάμος δεν αποτελεί επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή αυτών των προσώπων, αλλά έχει ηθικό χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά όμως υπάρχει η δυνατότητα των ομόφυλων ζευγαριών να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης (Νόμος 4356/2015) και να εγγράφονται στα Ληξιαρχεία.
Την άποψη αυτή ενστερνίζεται με απόφαση του το Συμβούλιο της Επικράτειας στην οποία αναγνωρίζει ότι το σύμφωνο δεν είναι αντίθετο στους δογματικούς κανόνες της ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και δε θίγει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ορθοδόξων Χριστιανών ενώ δεν προκαλεί βλάβη στις Μητροπόλεις. Επίσης το ΣτΕ θεωρεί ότι το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής των ατόμων θα πρέπει να είναι σεβαστό και όχι αντικείμενο διακρίσεων από την κρατική εξουσία πόσο μάλλον όταν ο γάμος ως θεσμός διαφοροποιείται σημαντικά από το εν λόγω σύμφωνο δεδομένου ότι στοχεύει στην κάλυψη διαφορετικών κοινωνικών αναγκών.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ KARFITSA





