Πέντε άτομα κατηγορούνται για υπερσυνταγογράφηση ισχυρού οπιοειδούς – αναλγητικού φαρμάκου
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΥΛΗΣ
Διακίνηση ναρκωτικών χαπιών φέρονται ότι έκαναν δύο ιδιοκτήτες φαρμακείου σε συνεργασία με τρεις γιατρούς. Χρησιμοποίησαν μάλιστα τους Αριθμούς Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) ανυποψίαστων ασφαλισμένων, στη Θεσσαλονίκη. Εκτελούσαν σχετικές συνταγές σε «ασθενείς», με υποτιθέμενα νοσήματα για τα οποία ενδείκνυται η χορήγηση φαιντανύλης που αποτελεί ένα ισχυρό οπιοειδές – αναλγητικό φάρμακο.
Εις βάρος των πέντε εμπλεκόμενων ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος. Στους φαρμακοποιούς αποδίδεται ηθική αυτουργία, από κοινού, στην έκδοση από τους ιατρούς συνταγών για τη χορήγηση ναρκωτικών ουσιών. Κατηγορούνται πως γνώριζαν ότι δεν υπάρχει πραγματική ιατρική ένδειξη για τη χορήγηση των συγκεκριμένων φαρμάκων και ότι αυτά θα χρησιμοποιηθούν για διακίνηση ναρκωτικών, κατ’ εξακολούθηση. Εντός του καλοκαιριού, οι κατηγορούμενοι απολογήθηκαν στην 2η τακτική ανακρίτρια και αφέθηκαν ελεύθεροι ενώ στους φαρμακοποιούς επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι.
Το 2017, κατά τον έλεγχο στο φαρμακείο που διατηρούσε το ζευγάρι των δύο πρώτων κατηγορουμένων εντοπίστηκαν 31 «ύποπτες» συνταγές που έγραφαν ότι χορηγήθηκαν 62 κουτιά, με χάπια συγκεκριμένης δραστικής ουσίας, σε 6 ασφαλισμένους. Πρόκειται για υπερδοσολογημένες ποσότητες φαρμάκων που περιείχαν φαιντανύλη. Η φαιντανύλη υπάγεται στους πίνακες με τις ναρκωτικές ουσίες που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν εξάρτηση του ατόμου από αυτές.
1860 χάπια σε 6 «ασθενείς»
Σύμφωνα με τη δικογραφία, η γυναίκα φαρμακοποιός και ο σύζυγος της- συνιδιοκτήτης του φαρμακείου- φέρονται πως έπεισαν μια ιδιώτη γιατρό- παθολόγο να εκδώσει συνταγές, χωρίς να υφίστανται πραγματικές ιατρικές ενδείξεις για χορήγηση ναρκωτικών ουσιών σε φερόμενους ασθενείς. Εντοπίστηκαν 6 συνταγές που προορίζονταν για μία γυναίκας η οποία φαίνεται πως έλαβε για θεραπεία 12 κουτιά, των 30 δισκίων το κάθε ένα. Δηλαδή συνολικά 360 χάπια. Ισάριθμες συνταγές, κουτιά και χάπια προέκυψε πως εκδόθηκαν για έναν άνδρα ενώ άλλοι δύο άνδρες φαίνονται πως έλαβαν από 6 κουτιά, με την εκτέλεση τριών συνταγών για τον κάθε έναν. Και στους τέσσερις ασθενείς χορηγήθηκαν 36 κουτιά, με συνολικά 1.080 χάπια.
«Η κατηγορούμενη γιατρός φέρεται ότι χωρίς να τους εξετάσει κι ενώ ήταν υγιείς βεβαίωσε ψευδώς ότι έπασχαν- μεταξύ άλλων- και από νοσήματα για τα οποία ενδείκνυται η χορήγηση και λήψη του εν λόγω ισχυρού οπιοειδούς αναλγητικού, υποδεικνύοντας τη χορήγηση των παραπάνω ναρκωτικών ουσιών, έναντι χρηματικού ποσού για κάθε ιατρική συνταγή. Γνώριζε ότι δεν υπάρχει πραγματική και συγκεκριμένη ένδειξη για την υπερσυνταγογράφηση και υπέρδοσολόγηση των παραπάνω φαρμάκων, κατά τον ίδιο μήνα, καθ’ υπέρβαση της ανώτατης επιτρεπόμενης από το εθνικό συνταγολόγιο» αναγράφεται στο κατηγορητήριο. Ακόμη, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω ναρκωτικές ουσίες προορίζονταν προς διακίνηση σε τρίτα πρόσωπα.
Συγκατηγορούμενοι με τους παραπάνω είναι και άλλοι δύο γιατροί, ένας ειδικός παθολόγος, υπεύθυνος στα εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείου και μια ειδικευόμενη Γενικής Ιατρικής. Οι συγκεκριμένοι, κατόπιν προτροπών των φαρμακοποιών, φέρονται πως εξέδωσαν συνταγές χωρίς να υφίστανται, εν γνώσει τους, πραγματικές ιατρικές ενδείξεις για τη χορήγηση ισχυρών ναρκωτικών ουσιών. Στο κατηγορητήριο αναφέρεται ότι έγραψαν 7 συνταγές σε μια γυναίκα, χορηγώντας 14 κουτιά των 30 δισκίων το κάθε ένα ενώ μια δεύτερη γυναίκα φαίνεται πως έλαβε για θεραπεία 6 συνταγές με 12 κουτιά των 30 δισκίων το κάθε ένα. Ο συνολικός αριθμός των χαπιών, για τους δύο φερόμενους ως ασθενείς, ανέρχεται σε 780.
«Χωρίς επισήμανση για δίγραμμη συνταγή»
Κατά τις απολογίες τους, οι δύο κατηγορούμενοι φαρμακοποιοί αρνήθηκαν την κατηγορία που τους αποδίδεται. Ισχυρίστηκαν ότι τα συγκεκριμένα φαρμακευτικά σκευάσματα, κατά την ηλεκτρονική εκτέλεση των σχετικών συνταγών, δεν περιλάμβαναν την επισήμανση για την αναγκαιότητα δίγραμμης συνταγής που απαιτείται για τη χορήγηση ναρκωτικών φαρμάκων. Τόνισαν ότι ούτε ο γιατρός που τα συνταγογράφησε δεν έπραξε το ίδιο, ως όφειλε, αλλά και η ίδια η συσκευασία του φαρμάκου δεν έφερε την αναγκαία κόκκινη γραμμή που καταδείκνυε την αναγκαιότητα δίγραμμης συνταγής.
Ο συνήγορος υπεράσπισης των δύο φαρμακοποιών, δικηγόρος Θεμιστοκλής Δαμάκης, δήλωσε στην Karfitsa τα εξής: «Από το πόρισμα του ελέγχου που πραγματοποίησε η αρμόδια αρχή και με βάση το οποίο ασκήθηκε η δίωξη, προέκυψε, από τη μια, ότι από τον επιτόπιο αιφνίδιο έλεγχο στο χώρο του φαρμακείου, το 2017, δεν διαπιστώθηκε κάποια παράβαση του Ενιαίου Κανονισμού Παροχών Υγείας (ΕΚΠΥ). Απ’ την άλλη, διαπιστώθηκε ότι στο φαρμακείο, κατά τον ίδιο χρόνο, βρέθηκαν παραπάνω από 300 συνταγές εκτελεσμένες που ελέγχθηκαν και δεν διαπιστώθηκε καμία παράβαση, ως προς την εκτέλεση τους. Για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι κατηγορούμενοι προσκόμισαν τον πίνακα φαρμάκων του φαρμακείου, κατά το επίδικα χρονικά διαστήματα, όπως αυτός τηρούνταν από το επίσημο λογισμικό που ήταν συνδεδεμένο με τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ)».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ KARFITSA




