Για το ενδεχόμενο να γίνει κάποιος μεγάλος σεισμός στον Κορινθιακό Κόλπο, ύστερα από 27 χρόνια, μίλησε ο σεισμολόγος Γεράσιμος Παπαδόπουλος. Ένας μεγάλος σεισμός στην περιοχή, όπως υποστήριξε ο σεισμολόγος, θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και τσουνάμι.
του Μίλτου Σακελλάρη
Όπως είπε στην «Political», «οι ισχυροί σεισμοί, μεγέθους άνω των 6 Ρίχτερ, είναι συχνοί. Κατά μέσο όρο επαναλαμβάνονται κάθε 25 με 30 χρόνια και αυτό προκύπτει από καταγεγραμμένα στοιχεία που έχουμε από το 1850 και μετά. Το πιο δραστήριο τμήμα είναι το δυτικό. Δηλαδή, η περιοχή μεταξύ Αιγίου, Ερατινής, Ακράτας. Αυτό το τμήμα είναι πιο δραστήριο σε σεισμική διέγερση σε σχέση με το ανατολικό. Πιο δραστήριο σημαίνει ότι δίνει πιο συχνά σεισμούς. Δεν είναι απλώς η προσωπική μου άποψη αλλά μια γενικώς παραδεκτή άποψη από την επιστημονική κοινότητα».
«Θέλει πολλή προσοχή»
Σχετικά με το ενδεχόμενο να προκληθεί τσουνάμι από έναν ισχυρό σεισμό στον Κορινθιακό Κόλπο, ο κ. Παπαδόπουλος μας είπε πως «είναι πιθανό αλλά όχι βέβαιο. Στην επιστήμη μας οι βεβαιότητες είναι ελάχιστες». Ωστόσο εξήγησε ακόμη πως «αν ο σεισμός είναι στη θάλασσα ή έστω στην παράκτια περιοχή, και είναι από 6 και πάνω, τότε υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες να προκληθεί και τσουνάμι. Τα τσουνάμι του Κορινθιακού Κόλπου έχουν την ιδιότητα να μην μπορούν να διαδοθούν σε μεγάλη απόσταση. Αν, δηλαδή, γίνει ένας σεισμός στο δυτικό τμήμα, το επικίνδυνο τμήμα, δεν έχει μεγάλη δυνατότητα να πάει και στο ανατολικό τμήμα, γιατί μιλάμε για μια κλειστή λεκάνη. Προσέξτε όμως: Πιθανά τσουνάμι στον Κορινθιακό είναι τοπικά μεν, αλλά και ισχυρά, δυνατά. Για αυτό θέλει πολλή προσοχή».
«Το πιο δραστήριο τμήμα είναι το δυτικό, αλλά τα μέτρα πρόληψης και προστασίας πρέπει να περιλαμβάνουν όλη την περιοχή, όπως και όλη τη χώρα. Επιπλέον, εξηγώ ότι συχνά οι ισχυροί σεισμοί στον Κορινθιακό προκαλούν τοπικά αλλά ισχυρά τσουνάμι. Συνεπώς, οι δράσεις πρόληψης και προστασίας πρέπει να περιλαμβάνουν και αυτό το ενδεχόμενο», μας είπε χαρακτηριστικά ο κ. Παπαδόπουλος.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο ελλαδικός χώρος κατατάσσεται πρώτος στην Ευρώπη και έβδομος στον κόσμο ως προς τη σεισμικότητά του, καθώς υπάρχουν διάσπαρτα ρήγματα τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στον θαλάσσιο χώρο του. Ένα μεγάλο μέρος αυτών είναι ενεργό, ωστόσο, τα περισσότερα παρουσιάζουν μεγάλη περιοδικότητα, ακόμη και εκατοντάδων ετών, στην πρόκληση σεισμών.
Τα επικίνδυνα ρήγματα
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα ρήγματα τα οποία προβληματίζουν και θα μπορούσαν να προκαλέσουν κάποιο μεγάλο σεισμό είναι τα εξής: 1) Κορινθιακός Κόλπος, 2) δυτικά Κεφαλονιάς, Λευκάδας και Ζακύνθου, 3) Βόρειο Αιγαίο (Ανατολίας), 4) κατά μήκος του ελληνικού τόξου (νότια της Κρήτης και νότια της Ρόδου).
Ο κ. Παπαδόπουλος επισήμανε για όλα τα ρήγματα ότι «δεν ξέρουμε πού μπορεί να βγει και τι. Ρήγματα υπάρχουν πολλά και μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα. Ωστόσο δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιος είναι ο χρόνος επανάληψης σε καθένα από τα ρήγματα. Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, παραδείγματος χάρη, δεν έχουμε καταγεγραμμένο παρελθόν σεισμών στην περιοχή που ενεργοποιήθηκε το ρήγμα στη Νότια Εύβοια. Αυτό μας δυσκολεύει στις εκτιμήσεις μας. Γνωρίζουμε λίγα για τα χαρακτηριστικά του ρήγματος και τη σεισμικότητα της περιοχής. Έτσι δεν διευκολύνονται οι εκτιμήσεις».
Βέβαια, εκτός από τα παραπάνω ρήγματα, υπάρχουν και άλλα τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν κάποιο μεγάλο σεισμό στην ελληνική επικράτεια.
Τυχερή η Ελλάδα
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο γεγονός ότι στην Ελλάδα προκαλούνται από τις λιγότερες ζημιές παγκοσμίως μετά την έκλυση της σεισμικής ενέργειας, ενώ το ίδιο συμβαίνει και αναφορικά με τον αριθμό των θανάτων, ο οποίος είναι από τους χαμηλότερους σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι βασικότερες αιτίες για τα προαναφερθέντα είναι ότι στον ελλαδικό χώρο οι σεισμοί δεν έχουν μεγάλη σεισμική επιτάχυνση και χαρακτηρίζονται ως «μαλακοί». Αυτό συμβαίνει λόγω του γεγονότος ότι ως χώρα διαθέτουμε αρκετά καλούς αντισεισμικούς κανονισμούς σχετικά με την κατασκευή των κτιρίων. Είναι ενδεικτικό πως σχεδόν σε καθημερινή βάση το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, που είναι και ο φορέας που παρατηρεί τη σεισμικότητα της Ελλάδας και συντονίζει το εθνικό σεισμολογικό δίκτυο, που απαρτίζεται πάνω από 300 σεισμολογικούς σταθμούς σε όλη την επικράτεια, καταγράφει σε φυσιολογικές συνθήκες από 20 μέχρι 30 σεισμούς οι οποίοι δεν γίνονται αισθητοί.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ POLITICAL




