, Πέμπτη
28 Μαρτίου 2024

search icon search icon

Μπύρα από… χρυσάφι!

???I? ??????? (EUROKNISSI/ƒ?ì???Q??)
Του Λευτέρη Ζαβλιάρη
Είναι μικρές, αναπτυσσόμενες, εν δυνάμει κερδοφόρες και προσφέρουν ένα προϊόν αγαπημένο στους Έλληνες καταναλωτές, με μεγαλύτερη ποιότητα. Ο λόγος φυσικά για τις ελληνικές μικροζυθοποιίες που ακολουθώντας το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου οι οικογενειακές επιχειρήσεις παραγωγής μπύρας σε κάθε χωριό αποτελούν παράδοση, έχουν μπει δυναμικά στο χώρο των αλκοολούχων ποτών. Επόμενο βήμα των ανά την Ελλάδα παραγωγών μπύρας, είναι η περαιτέρω επέκταση των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων, αφού η ζήτηση αυξάνεται ολοένα και περισσότερο παρόλο που η μπύρα της μικροζυθοποιίας είναι ακριβότερη. Άλλωστε η αγορά της Ελλάδας παρουσιάζει μια παγκόσμια ιδιαιτερότητα, που έχει να κάνει με τη ραγδαία ζήτηση του προϊόντος τη θερινή περίοδο, κάτι που δε συμβαίνει όμως το χειμώνα.
Την ίδια ώρα, οι μικροπαραγωγοί μπύρας αναγκάζονται να εισάγουν πρώτες ύλες για την παραγωγή του προϊόντος τους όπως τη βύνη, αφού στη χώρα μας δεν υπάρχει εξειδικευμένο βυνοποιείο οπότε και επιβαρύνονται με επιπλέον έξοδα παραγωγής. Στο μεταξύ, οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων μικροζυθοποιίας γνωρίζουν ότι έχουν να ανταγωνιστούν τους κολοσσούς της μπύρας στην Ελλάδα που εδώ και χρόνια κυριαρχούν στην ελληνική αγορά, η οποία τώρα ανακαλύπτει την εξειδικευμένη παραγωγή δημοφιλούς ποτού.
Κέρδη και εμπόδια
Ο ιδρυτής στη «Κερκυραϊκής Μικροζυθοποιίας», Σπύρος Καλούδης, μιλώντας στην «Κ» επισημαίνει ότι προς το παρών ο κλάδος δεν έχει να παρουσιάσει κέρδη αφού υφίστανται εμπόδια. «Οι γίγαντες είναι γίγαντες. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα μονοπώλια των κολοσσών της ζυθοποιίας, οι οποίοι μας κλείνουν τις πόρτες στα σημεία πώλησης αγοράζοντας κωδικούς από μπύρες του εξωτερικού», εξηγεί ο κ. Καλούδης. Όπως λέει μάλιστα ο ίδιος παρατηρεί με αγωνία την πορεία των συναδέλφων του που συνεχώς εντάσσονται στο χώρο της μικροζυθοποιίας. «Υπάρχει κόσμος που θέλει να ασχοληθεί με το προϊόν το οποίο είναι δύσκολο, αλλά αυτό δεν έχει περάσει προς τα έξω. Για να παράγεις και να πουλήσεις μπύρα στην ελληνική αγορά πρέπει να γνωρίζεις τι συμβαίνει και πολλοί το κάνουν χωρίς να έχουν την απαραίτητη τεχνογνωσία», επισημαίνει ο Κερκυραίος ζυθοποιός, που δεν παραλείπει να επισημάνει ότι ο κλάδος του έχει μέλλον εφόσον παραμείνουν σε αυτόν οι πραγματικοί επαγγελματίες.
Μόνο… φρέσκια
Μπορεί στην Ελλάδα το διακύβευμα πριν από ένα μήνα περίπου να ήταν τι συμβαίνει με το γάλα και πότε μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε φρέσκο, ωστόσο, όσον αφορά την ελληνική μπύρα μικροζυθοποιίας τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Οι συγκεκριμένες μονάδες προσανατολίζονται αποκλειστικά και μόνο στην παραγωγή φρέσκιας μπύρας που είναι μη παστεριωμένη και έχει μικρή διάρκεια ζωής, σε αντίθεση με την μπύρα των μεγάλων βιομηχανιών που διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η διακίνηση της γίνεται στα μεγάλα αστικά κέντρα με έναν τρόπο εφάμιλλο με αυτόν του γάλακτος, δηλαδή με φορτηγά ψυγεία, προκειμένου να καλυφθούν οι μεγάλες ανάγκες μπυραρίες και κάβες στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, αλλά και σε ξενοδοχεία στις τουριστικές περιοχές.
Από τη Χίο με αγάπη
Ο Μάνος Ναζλίδης, βρέθηκε στη Χίο πριν από λίγα χρόνια και οι συγκυρίες των οδήγησαν στη δημιουργία μικροζυθοποιίας στο νησί πριν από τέσσερα χρόνια περίπου. Η «Φρέσκια Μπύρα Χίου» όπως είναι και το όνομα του προϊόντος φιλοδοξεί σύμφωνα με τον κ. Ναζλίδη να κατακτήσει το ελληνικό καταναλωτικό κοινό. Ωστόσο, όπως λέει ο ίδιος στην «Κ», το «στήσιμο» και η λειτουργία μιας τέτοιας επιχείρησης, μόνο εύκολο δεν είναι. «Το κόστος του εξοπλισμού είναι αρκετά μεγάλο, αφού τα μηχανήματα για την παραγωγή είναι συγκεκριμένα. Το καλό είναι ότι μπορεί κανείς να βρει εγχώριο εξοπλισμό χωρίς να χρειαστεί να απευθυνθεί στο εξωτερικό κάτι που θα σήμαινε περισσότερα χρήματα». Στο ομολογουμένως μεγάλο κόστος εκκίνησης μιας μικροζυθοποιίας έρχεται να προστεθεί και το κόστος των μεταφορικών, αφού οι περισσότερες παραγωγικές μονάδες βρίσκονται στην επαρχία, αλλά εξυπηρετούν τα μεγάλα αστικά κέντρα. Ένα ακόμα «αγκάθι» στην παραγωγή μπύρας είναι η έλλειψη βυνοποιείου στην Ελλάδα, κάτι που σημαίνει ότι το βασικό συστατικό της μπύρας, η βύνη, εισάγεται από το εξωτερικό, με αποτέλεσμα η πρώτη ύλη να είναι ακριβότερη. Οι μικροζυθοποιοί, αν και παράγουν ένα προϊόν που ξεπουλάει, λόγω της μικρής παραγωγής, έρχονται αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα. «Στην Ελλάδα έχουμε ένα παράδοξο, αυτό της πολύ μεγάλης ζήτησης του προϊόντος το καλοκαίρι. Εάν θα θέλαμε να καλύψουμε τις ανάγκες θα έπρεπε να επενδύσουμε σε καινούργιο εξοπλισμό αλλά και σε εργατικά χέρια, ωστόσο το χειμώνα η ζήτηση δεν είναι ανάλογη οπότε και η απόσβεση της επένδυσης είναι αμφίβολη», εξηγεί ο Μάνος Ναζλίδης, η εταιρεία του οποίου ήταν από τις λίγες στη χώρα που προχώρησαν σε προσλήψεις προσωπικού το 2013, καθώς φέτος αναμένεται να τετραπλασιαστεί η παραγωγή.
Οι εξαγωγές
Η μικροζυθοποιία Septem που βρίσκεται στο Ωρολόγιο Εύβοιας και ιδρύθηκε το 2009 από τον χημικό – οινολόγο Σοφοκλή και τον οικονομολόγο Γεώργιο Παναγιώτου, δεν περιορίζεται μόνο στην εγχώρια αγορά αλλά έχει προχωρήσει και σε εξαγωγές. «Έχουμε ξεκινήσει εξαγωγές σε Βραζιλία, Καναδά, ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία, Ην. Βασίλειο, ενώ υπάρχουν επαφές για να ξεκινήσουμε εξαγωγές και σε άλλες περιοχές», εξηγεί στην «Κ» ο Γιώργος Παναγιώτου. Όπως λέει, εξαγωγική δραστηριότητα της επιχείρησης τους ήταν απότοκος της πολύ καλής παρουσίας της μπύρας τους σε διεθνείς διαγωνισμούς, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο μια μικρή επιχείρηση μπορεί να γίνει γνωστή στο εξωτερικό. «Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι βασικός μας ανταγωνιστής στην Ελλάδα δεν είναι οι μεγάλες ζυθοποποιίες, αλλά οι εισαγόμενες μπύρες που προσπαθούν να καλύψουν το κενό στην αγορά της λεγόμενης premium μπύρας, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις στο εξωτερικό δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά στην Ελλάδα παρουσιάζονται σαν προϊόντα υψηλής ποιότητας».

Ακολουθήστε τη Karfitsa στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.