Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: Μείωση των επιτοκίων σε δάνεια και καταθέσεις έως το τέλος του έτους
Φθηνότερο κόστος χρηματοδότησης φέρνει μεταξύ άλλων η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που συνεδριάζει σήμερα Πέμπτη 17/4 στη Φρανκφούρτη.
Είναι ίσως από τις σπάνιες συνεδριάσεις του Δ.Σ. της ΕΚΤ που η αγορά μπορεί να στοιχηματίσει με σιγουριά στο γεγονός της μείωσης, με τις όποιες διαφοροποιήσεις να αφορούν τα ποσοστά. Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, το πιθανότερο σενάριο είναι να αποφασισθεί μια νέα μείωση της τάξεως του 0,25% και μόνο, ώστε να υπάρξει «χώρος» για μια δεύτερη μείωση τον Ιούνιο, θεωρητικά στην ίδια έκταση της μισής ποσοστιαίας μονάδας.
Από εκεί και πέρα, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι θα σταματήσει η «κατηφόρα» των ευρωεπιτοκίων, με επόμενο σταθμό τον Σεπτέμβριο όπου αναλόγως των συνθηκών θα συνεκτιμηθεί η νέα κατάσταση. Στόχος της ΕΚΤ, πριν τα πυροτεχνήματα από την πολιτική δασμών του Τραμπ, ήταν το επιτόκιο του ευρώ να διαμορφωθεί στο 2%, τηρουμένης πάντα και της διάστασης της πορείας του πληθωρισμού. Επίπεδο, που με βάση τα σημερινά δεδομένα θα επιτευχθεί μέχρι τον Ιούνιο.
Τι σημαίνει αυτό για τους δανειολήπτες και τους καταθέτες;
Προφανέστατα, χαμηλότερη τιμολόγηση. Ξεκινώντας από τους τελευταίους, θα αναγκαστούν να στραφούν σε εναλλακτικές μορφές αποταμίευσης, που θα συνδυάζουν ρευστότητα και επένδυση, καθώς αναπόφευκτα, οι μειώσεις θα περάσουν και στα επιτόκια καταθέσεων. Κι αν αυτό δεν έχει καμία αλλαγή για τους απλούς λογαριασμούς (ούτως ή άλλως δεν είναι ο τόκος το πλεονέκτημα που παρουσιάζουν), θα έχει μειώσεις στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, το τελευταίο ασφαλές και χωρίς ρίσκο καταφύγιο του αποταμιευτικού κοινού.
Τα καλά νέα είναι για όσους θέλουν να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες. Τα πάσης φύσεως δάνεια καθίστανται ακόμη πιο ελκυστικά -έχουν ήδη μειωθεί από την έναρξη του κύκλου αποκλιμάκωσης έξι φορές (4% Μάρτιος 2024)- καθώς αναμένεται να ενσωματώσουν άμεσα τη σημερινή μείωση και άλλη μια δεύτερη μείωση τον Ιούνιο.
Το φθηνότερο κόστος δανεισμού, ειδικά στους κόλπους της λιανικής τραπεζικής, είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτο στην αγορά, τόσο για τα στεγαστικά δάνεια που έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν, όσο και για τα καταναλωτικά δάνεια, που μετά από δεκαετίες «επέστρεψαν» με δυναμικότητα στο σύστημα. Ένας πολύ σημαντικός λόγος είναι ότι τα νέα χαμηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων (είτε το κυμαινόμενο που θα έχει χαμηλότερη βάση euribor, είτε τα νέα σταθερής διάρκειας που μπορεί να βγουν με καλύτερη τιμολόγηση) θα τονώσουν τη ζήτηση δανείων και για όσους δεν καταφέρουν ή δεν εμπίπτουν εξ αρχής, στο επιδοτούμενο πρόγραμμα «Σπίτι μου».
Σε κάθε περίπτωση, όσο και αν ο τραπεζικός τομέας χάνει σε έσοδα από την πτώση επιτοκίων, η αγορά συνολικά μπορεί να βγει κερδισμένη. Οι μεν καταθέτες θα στραφούν σε εναλλακτικά προϊόντα που υπόσχονται καλύτερες αποδόσεις, οι δε δανειολήπτες θα ικανοποιήσουν με μεγαλύτερη ευχέρεια τις ανάγκες τους, στηρίζοντας παράλληλα την πιστωτική επέκταση. Και αυτή με τη σειρά της, θα αντισταθμίσει τις όποιες απώλειες από τόκους…