Το «Σχέδιο Ανάπτυξης» και οι προϋποθέσεις
Του Νίκου Καραμανλή
Λίγο πριν κλείσει η τέταρτη αξιολόγηση και η Ελλάδα μπει στην τελική ευθεία για την τυπική -και όχι ουσιαστική- έξοδο απ’ την εποχή των μνημονίων, η κυβέρνηση παρουσιάζει το «Ολιστικό Σχέδιο Ανάπτυξης». Ένα Σχέδιο που κρατήθηκε κρυφό για καιρό και δόθηκε στη δημοσιότητα μόλις τώρα και αφού συζητήθηκε με τους δανειστές. Η ανησυχία που υπάρχει στον πολιτικό και επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και στους απλούς πολίτες που άλλος προσδοκά σε μία δουλειά κι άλλος σε αύξηση των πενιχρών απολαβών του, είναι εύλογη. Ένα Σχέδιο βασισμένο σε γενικότητες και ευχολόγια δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην «πληγωμένη» από την οκταετία των μνημονίων Ελλάδα, γι’ αυτό και πρέπει η κυβερνητική πρόταση να αναλυθεί και συγκεκριμενοποιηθεί στην λεπτομέρεια της.
Τι έχει γίνει αντιληπτό μέχρι στιγμής; Η μονιμοποίηση του ΕΝΦΙΑ στο ύψος των 2,65 δισ. ευρώ ετησίως, ανεξαρτήτως των αντικειμενικών τιμών και πολύ περισσότερο των πραγματικών τιμών των ακινήτων. Από μία πρώτη ανάγνωση προκύπτει πως ακόμη και η πολυδιαφημισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού -κυβερνητικό αφήγημα από την πρώτη ημέρα ανάληψης της εξουσίας- έχει αρκετούς αστερίσκους, υποσημειώσεις και προϋποθέσεις. Λογικό θα σχολιάσει κανείς, καθώς μία αύξηση του κατώτατου μισθού προϋποθέτει ανάπτυξη και όχι κοινοτυπίες. Αλήθεια, υπάρχει κανείς που να πείστηκε ότι το «Ολιστικό Σχέδιο Ανάπτυξης» περιλαμβάνει όλες εκείνες τις απαραίτητες θεσμικές παρεμβάσεις, ώστε να δημιουργηθεί φιλικό περιβάλλον για προσέλκυση επενδύσεων;
Οι πραγματικές προκλήσεις είναι μπροστά μας και είναι μεγάλες. Τα χρόνια του μνημονίου -παρά τα εκάστοτε τρικ και κάποιες φουρνιές συμβασιούχων- η ανεργία αυξήθηκε, ενώ το ΑΕΠ μειώθηκε περίπου κατά 25%. Το μεγαλύτερο σοκ, ωστόσο, δεν είναι άλλο από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης -σχεδόν κατά 40%-, λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής που βασίστηκε σε αυξήσεις άμεσων και έμμεσων φόρων. Πως θα αναστραφεί αυτή η εικόνα; Πως θα αλλάξει σελίδα η ελληνική οικονομία; Ναι, ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας, όμως από μόνος του δεν μπορεί να διορθώσει τη ζημιά που έχει γίνει. Δεν γίνεται μία χώρα 11 εκατ. πολιτών να στηρίζεται μόνο σε αυτόν, ούτε σε συζητήσιμα σχέδια για καλλιέργεια θεραπευτικής κάνναβης. Η Ελλάδα πρέπει να γίνει χώρα παραγωγής κι αυτό επιτυγχάνεται μόνο υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Το «κλειδί» είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις, που όμως για να έρθουν -προκαλώντας μείωση της ανεργίας και αύξηση των μισθών- απαιτούν σταθερό φορολογικό περιβάλλον και κράτος φιλικό προς όποιον θελήσει να ρίξει τα λεφτά του στη χώρα μας (σ.σ. αρκεί αυτά να προέρχονται από «καθαρές» δραστηριότητες). Όλα τα υπόλοιπα είναι ωραία για συζήτηση, ελάχιστα όμως μπορούν να προσφέρουν επί της ουσίας. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι οι προβλέψει για την ανάπτυξη έχουν ήδη επικαιροποιηθεί προς τα κάτω, καθώς ο προϋπολογισμός 2018 έκανε λόγο για 2,5%, ωστόσο, με τα στοιχεία του πρώτου τετραμήνου, ο πήχης κατέβηκε στο 2% κι είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα πέσει κι άλλο.