Η ελληνική κυβέρνηση κάνει ένα αποφασιστικό βήμα για να αλλάξει σελίδα στην οικονομική ιστορία της χώρας. Σύμφωνα με το σχέδιο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, η Ελλάδα θα προχωρήσει στην πρόωρη εξόφληση περίπου 30 δισ. ευρώ δανείων του πρώτου μνημονίου μέχρι το 2031, δέκα χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι προβλεπόταν αρχικά. Η κίνηση αυτή, πέρα από το συμβολικό της βάρος, έχει συγκεκριμένα και μετρήσιμα οφέλη για την εθνική οικονομία, τα δημόσια οικονομικά και –μακροπρόθεσμα– τους ίδιους τους πολίτες.
Λιγότεροι τόκοι – Περισσότερες δυνατότητες
Πρώτο και άμεσο όφελος είναι η σημαντική μείωση των ετήσιων πληρωμών για τόκους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, η εξοικονόμηση μπορεί να φτάσει το 1 δισ. ευρώ κάθε χρόνο από το 2031 και μετά. Το ποσό αυτό δεν είναι αμελητέο, καθώς αντιστοιχεί σε ένα επιπλέον πακέτο μόνιμων πολιτικών στήριξης στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας, της δημόσιας υγείας, της παιδείας ή και της φορολογικής ελάφρυνσης.
Πέρα από το δημοσιονομικό σκέλος, η πρόωρη αποπληρωμή στέλνει ένα καθαρό μήνυμα στις αγορές και στους διεθνείς οίκους αξιολόγησης: η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στη σταθερότητα, τη δημοσιονομική ευθύνη και την ενίσχυση της πιστοληπτικής της ικανότητας. Οι θετικές αξιολογήσεις που ήδη έχουν αρχίσει να καταγράφονται αναμένεται να φέρουν περαιτέρω μείωση των επιτοκίων δανεισμού, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για επιπλέον 300 εκατ. ευρώ σε ετήσια εξοικονόμηση μόνο από αυτόν τον παράγοντα.
Όχι προσωρινές παροχές, αλλά μόνιμες λύσεις
Μπορεί εύλογα να αναρωτηθεί κάποιος: «Γιατί να μην δοθούν άμεσα τα χρήματα στους πολίτες, αντί να πάνε στην εξόφληση δανείων;». Η απάντηση του υπουργείου Οικονομικών είναι σαφής: ο στόχος δεν είναι να μοιραστούν πρόσκαιρα οφέλη, αλλά να δημιουργηθούν διαρκείς προϋποθέσεις στήριξης. Το στρατηγικό όφελος είναι πολύ μεγαλύτερο, καθώς ανοίγει ο δρόμος για σταθερές και βιώσιμες παροχές από το 2026 και μετά, βασισμένες σε πραγματικό δημοσιονομικό χώρο, όχι σε δανεικά.
Άλλωστε, οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες προβλέπουν ρητά πως τα κράτη με υψηλό χρέος –όπως η Ελλάδα– οφείλουν να χρησιμοποιούν το πλεόνασμα για την απομείωση του χρέους. Παρότι η χώρα αναμένεται να καταγράψει φέτος ένα πρωτογενές πλεόνασμα άνω των 11 δισ. ευρώ, μόνο ένα μικρό τμήμα του –περίπου 1 δισ.– μπορεί να διοχετευθεί σε κοινωνικές δαπάνες. Το υπόλοιπο θα αξιοποιηθεί για την πρόωρη αποπληρωμή χρεών, όπως ακριβώς ορίζεται από τον νέο ευρωπαϊκό κανονισμό δημοσιονομικής εποπτείας.
Χτίζοντας αξιοπιστία και ανεξαρτησία
Το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα δεν είναι απλώς η επιστροφή στην ανάπτυξη, αλλά η διατήρηση της οικονομικής ανεξαρτησίας με όρους αξιοπιστίας. Η σταδιακή εξάλειψη του υπολοίπου από το πρώτο μνημόνιο μέχρι το 2031 συνιστά πράξη οικονομικής απεξάρτησης, με ταυτόχρονο πολιτικό αποτύπωμα. Σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και ενισχύει την εθνική αυτοπεποίθηση.
Σύμφωνα με ανώτατους κυβερνητικούς παράγοντες, το σχέδιο δεν επιβαρύνει τις μελλοντικές γενιές – αντίθετα, τις απαλλάσσει. Κάθε ευρώ που εξοικονομείται από τόκους και δανειακά κόστη παραμένει στην ελληνική οικονομία, αντί να πηγαίνει στο εξωτερικό. Με αυτόν τον τρόπο, όπως λένε στο Μαξίμου, «χτίζεται το αναπτυξιακό μέρισμα του αύριο».
Μια επένδυση στο μέλλον
Το μήνυμα του υπουργού Οικονομικών είναι ξεκάθαρο: «Δεν είναι να δώσουμε σήμερα λίγα σε πολλούς, αλλά να διαμορφώσουμε τις συνθήκες για να μπορούμε αύριο να δώσουμε περισσότερα και με διάρκεια». Στον πυρήνα αυτής της στρατηγικής βρίσκεται η φιλοσοφία της σταθερής μεταρρύθμισης, που προκρίνει το διαρθρωτικό αποτέλεσμα αντί της πρόσκαιρης ανακούφισης.
Το συνολικό κέρδος, από τόκους και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού, υπολογίζεται ότι μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 δισ. ευρώ ετησίως μετά το 2031. Πρόκειται για μια σιωπηλή, αλλά ουσιαστική απόδοση εμπιστοσύνης στις αγορές και ταυτόχρονα μια έμπρακτη δήλωση προς την κοινωνία: η χώρα δεν επιστρέφει στο χθες – επενδύει στο αύριο.
Η πρόωρη εξόφληση των δανείων του πρώτου μνημονίου δεν είναι απλώς τεχνική πράξη δημοσιονομικής διαχείρισης. Είναι ένα βαθιά πολιτικό και οικονομικό βήμα, που επιβεβαιώνει την επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα, την αυτονομία και τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα.