Ένα φορολογικό στοιχείο- στις περισσότερες περιπτώσεις τιμολόγιο, λέμε ότι είναι εικονικό, όταν δεν έχει εκδοθεί βάσει μίας πραγματικής συναλλαγής μεταξύ του εκδότη και του αποδέκτη αλλά για να επιτελέσει άλλους σκοπούς- συνήθως παράνομους, με συνηθέστερο τη φοροδιαφυγή.
Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που εκδίδεται επί πραγματικής συναλλαγής αλλά φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία ή από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού δράστη. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά για την πλεονάζουσα αξία. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο.
Το νομικό πλαίσιο και οι προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις ορίζονται από το άρθρο 66 παρ. 5 Ν. 4174/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν. 4337/2015 και ισχύει από τις 17.10.2015 έως και σήμερα. Οι ποινές που προβλέπονται είναι α) φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών για όποιον εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία, β) φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και
β) κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Σε περίπτωση που τα εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιηθούν για την αποφυγή πληρωμής κάποιων συγκεκριμένων φόρων, ο δράστης τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για το αδίκημα της φοροδιαφυγής στους συγκεκριμένους φόρους. Παρατηρούμε επομένως πως η ελληνική έννομη τάξη προσδίδει στο συγκεκριμένο αδίκημα ιδιαίτερη βαρύτητα και προβλέπει αυξημένες ποινές. Πριν την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου, οι ποινές ορίζονταν από το άρθρο 19 παρ.1 και 4 του νόμου 2523/1997, ο οποίος ήταν ακόμη αυστηρότερος.
Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, αξίζει να σημειωθεί πως ο νόμος ορίζει ότι ο δράστης που εξέδωσε ή αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία ώστε να φοροδιαφύγει είτε του ΦΠΑ είτε του φόρου εισοδήματος, δε διώκεται ποινικά για τα εικονικά φορολογικά στοιχεία αλλά μόνο για την πράξη της φοροδιαφυγής, καθώς ο νομοθέτης θεωρεί πως το αδίκημα της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων εμπεριέχεται σε αυτό της φοροδιαφυγής. Θεωρείται δηλαδή σε αυτήν την περίπτωση πως το εικονικό φορολογικό στοιχείο είναι το μέσο ώστε να τελεστεί το ποινικό αδίκημα της φοροδιαφυγής. Εκτός όμως από τις ποινικές κυρώσεις, η έκδοση και λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων επισύρουν και βαριές διοικητικές ποινές, καθώς καταλογίζονται από την ΑΑΔΕ στον εκδότη ή στον αποδέκτη του εικονικού φορολογικού στοιχείου τόσο οι διαφυγόντες φόροι καθώς και διοικητικό πρόστιμο. Στην περίπτωση που ο παραβάτης θεωρεί πως το ποσό που του καταλογίστηκε είναι υπέρμετρο μπορεί να προσφύγει αρχικά στην ΑΑΔΕ εντός προθεσμίας 30 ημερών ασκώντας ενδικοφανή προσφυγή και σε δεύτερη φάση στα διοικητικά δικαστήρια.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ KARFITSA




