Η Ελλάδα περνά στην αντεπίθεση στο ζήτημα των περίφημων warrants του 2012, προσφεύγοντας στη Δικαιοσύνη του Ηνωμένου Βασιλείου για να προασπίσει τη νομιμότητα της πρόωρης επαναγοράς των τίτλων και να αποτρέψει μελλοντικές διεκδικήσεις από επενδυτές. Όπως προκύπτει από τα δικαστικά έγγραφα που κατατέθηκαν την περασμένη εβδομάδα, η ελληνική πλευρά στρέφεται κατά της Wilmington Trust, διαχειριστή των τίτλων, επιδιώκοντας να κατοχυρώσει τη νομιμότητα της ειδοποίησης εξαγοράς που εκδόθηκε στις 4 Απριλίου.
Το ιστορικό των τίτλων – Από το PSI του 2012 στην εξαγορά του 2024
Τα warrants ΑΕΠ εκδόθηκαν το 2012 στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους (PSI), ως ένα είδος συμπληρωματικής απόδοσης για τους πιστωτές, με βάση την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Παρόμοια εργαλεία έχουν χρησιμοποιηθεί και από την Αργεντινή και την Ουκρανία.
Οι τίτλοι προβλέπουν καταβολές τόκων όταν το ΑΕΠ ξεπερνά ορισμένα όρια – εν προκειμένω τα 267 δισ. ευρώ και ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% για το 2027. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η Ελλάδα θα όφειλε πληρωμές 375 εκατ. ευρώ, εάν διατηρούνταν οι όροι. Αντί αυτών, η άσκηση του call option κοστίζει περίπου 156 εκατ. ευρώ, προσφέροντας καθαρό δημοσιονομικό όφελος.
Αμφισβήτηση από επενδυτές – Η τιμή επαναγοράς στο μικροσκόπιο
Η πρόθεση της Ελλάδας να εξοφλήσει πρόωρα τα warrants συνάντησε αντιδράσεις, με επενδυτές να αμφισβητούν τόσο τη νομιμότητα της ειδοποίησης, όσο και τη μέθοδο προσδιορισμού της τιμής. Η προσφορά της ελληνικής πλευράς ορίστηκε στα 25 σεντ ανά ευρώ ονομαστικής αξίας, χαμηλότερα από τα 38 σεντ όπου διαπραγματεύονταν οι τίτλοι στις αρχές Απριλίου, και κάτω από τα 30 σεντ της μέσης τρέχουσας αποτίμησης, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, διαχειρίστρια της δευτερογενούς αγοράς κρατικών τίτλων, φέρεται να χρησιμοποίησε συναλλαγές αυτής της πλατφόρμας για τον προσδιορισμό της τιμής. Το ελληνικό Δημόσιο, μέσω του δικηγορικού γραφείου Cleary Gottlieb, επιδιώκει να προλάβει πιθανές μελλοντικές αγωγές.
Τι επιδιώκει η Ελλάδα – Νομική θωράκιση και επενδυτικό σήμα
Με την προσφυγή στο δικαστήριο του Λονδίνου, η Ελλάδα αποσκοπεί σε δύο βασικά αποτελέσματα:
- Να επιβεβαιώσει νομικά τη δυνατότητα πρόωρης εξαγοράς των τίτλων βάσει της ρήτρας call option
- Να κατοχυρώσει τη μεθοδολογία τιμολόγησης, προστατεύοντας το Δημόσιο από πιθανές μελλοντικές αποζημιώσεις
Παρότι οι ταυτότητες των επενδυτών που αμφισβητούν την εξαγορά δεν έχουν αποκαλυφθεί, η υπόθεση εκτιμάται ότι εμπλέκει hedge funds, με εμπειρία σε διαπραγματεύσεις επί κρατικού χρέους. Πρόκειται για ένα νομικό μέτωπο με προηγούμενα σε Αργεντινή και Ουκρανία, γεγονός που καθιστά κρίσιμη τη θεσμική διαχείριση από την ελληνική πλευρά.
Η ουσία πίσω από τη διαμάχη – Το κόστος της επιτυχίας
Η πρόθεση πρόωρης εξόφλησης βασίστηκε στην υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας, που αναπτύχθηκε άνω του 2% το 2023 και το 2024, ενώ προβλέπεται να διατηρήσει ανάλογους ρυθμούς και το 2025. Το ΑΕΠ του 2024 διαμορφώθηκε στα 237,6 δισ. ευρώ, πολύ κοντά στα επίπεδα που ενεργοποιούν την καταβολή τόκων το 2027.
Η εξέλιξη αυτή προκαλεί ενδιαφέροντα νομικά ερωτήματα: μπορεί μια χώρα να επωφεληθεί από την ισχυρή της ανάκαμψη μέσω επαναγοράς χρηματοοικονομικών τίτλων σε έκπτωση, ή αυτό αντίκειται στους όρους εμπιστοσύνης των πιστωτών;
Πολιτικό μήνυμα και αγορές
Ανεξαρτήτως έκβασης, η προσφυγή εκπέμπει ένα καθαρό σήμα στις αγορές: η Ελλάδα δεν ενεργεί αποσπασματικά, αλλά εντός θεσμικού πλαισίου, με γνώμονα τη χρηστή διαχείριση του χρέους. Σε μια περίοδο διεθνούς μεταβλητότητας, η επιλογή της νομικής κατοχύρωσης αντί της σιωπηρής συναίνεσης, συνιστά στρατηγική αυτοπεποίθησης.




