Βεβαίως ρόλο έπαιξε το ότι ο βασικός αντίπαλός της, ο ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε η έκφραση μιας ειδικής συγκυρίας, προϊόν της φάσης οργής μιας κοινωνίας κακομαθημένης και εθισμένης στη -βασιζόμενη σε δανεικά- διαρκή βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου, μίας φάσης οργής που πλέον πέρασε.
Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Αλλά και το ότι ο αντίπαλος αυτός ουδέν έδειξε να διδάσκεται από τη μετωπική πρόσκρουσή του στον τοίχο της πραγματικότητας, αφού -και ως αντιπολίτευση με κυβερνητικό παρελθόν, που είχε πλέον απωλέσει την πολιτική παρθενία- εξακολουθούσε να υιοθετεί τη ρητορική της εκτός τόπου και χρόνου δαιμονολογίας, της υπερβολής και της αμετροέπειας. (Πχ, «η χειρότερη κυβέρνηση στην ιστορία του γαλαξία» κοκ…) Ενώ προεκλογικά, με αλλαγή στρατηγικής και πρότασης σχεδόν σε καθημερινή βάση, ανέδειξε περίτρανα την ολοσχερή απουσία κυβερνητικού σχεδίου, αξιοπιστίας και προοπτικών.
Βεβαίως ρόλο έπαιξε, επίσης, το ότι ο έτερος αντίπαλος της ΝΔ που διεκδικεί την ηγεμονία στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, έκανε μεν τη μάλλον σωστή επιλογή της ανάδειξης της διακριτής -έναντι των δύο «μεγάλων»- ιδιαίτερης ταυτότητας και φυσιογνωμίας του, έχει όμως καταφανές ποιοτικό έλλειμμα ηγεσίας. Κάτι που του επέτρεψε αφενός μεν να καρπωθεί ελάχιστο μόνο ποσοστό από το εκλογικό κενό που παρήγαγε η κατάρρευση του όμορου πολιτικού χώρου, αφετέρου δε να επιτύχει πολύ περιορισμένη διείσδυση στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, αποκτώντας έτσι εικόνα ενός χωρίς δυναμική αγροτικού/βουκολικού κόμματος…
Ωστόσο…
Θα αποτελούσε αδικία για τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αποδοθεί η, απόλυτη μετά τις διπλές πρόσφατες εκλογές, πολιτική κυριαρχία του μόνο στις ανεπάρκειες των αντιπάλων του. Αντίθετα… Όπως η παλιά ιστορική και επί πολλές δεκαετίες δεσπόζουσα ιταλική Χριστιανοδημοκρατία -η οποία ωστόσο «έπαιζε» στη διαιρετική τομή που παρήγε στη γειτονική χώρα το θρησκευτικό συναίσθημα- η υπό τον σημερινό πρωθυπουργό ΝΔ πέτυχε να καταστεί ηγεμονική δύναμη στον χώρο του πολιτικού κέντρου.
Αυτό δε το πέτυχε αντλώντας επιλεκτικά στοιχεία τόσο από το δεξιό όσο και από το αριστερό ιδεολογικό οπλοστάσιο: Από μεν το πρώτο, ειδικότερα, την προστασία της ιδιοκτησίας (αφορολόγητη ενδοικογενειακή μεταβίβαση αρκετά μεγάλων περιουσιών), της ελεύθερης οικονομίας και της επιχειρηματικότητας (που περιλαμβάνει και την ελαστικότητα της αγοράς εργασίας), της οικογένειας, ακόμη και της εκκλησίας, ενώ εμφάνισε και υψηλή ιεράρχηση των αμυντικών δαπανών της χώρας, αντιστοίχως δε και των εθνικών ενόπλων δυνάμεων… Για να μη μιλήσουμε και για την έμφαση που δίνει στην ανάγκη για δημιουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας παιδείας… Από δε το δεύτερο, το αριστερό, πήρε στοιχεία πολιτισμικού φιλελευθερισμού, εν πολλοίς -αλλά όχι αποκλειστικά- σχετιζόμενων με την πολύπλευρη προστασία του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού της σεξουαλικής ταυτότητας των ανθρώπων, την ιδιαίτερη μέριμνα για τους πλέον απόκληρους και τους ευρισκόμενους σε καθεστώς μεγάλης εργασιακής ανασφάλειας, την ενίσχυση της δημόσιας υγείας και, κάπως λιγότερο, της δημόσιας παιδείας (πχ τεράστιες δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση παιδιών με ειδικές ανάγκες και μαθησιακές δυσκολίες), αλλά και την αποφυγή ευθυγράμμισης με ακραίες ή ακραία επιθετικές εθνικιστικές ρητορείες. Το τελευταίο αυτό το καταδεικνύει τόσο η εκ μέρους του Μητσοτάκη δημόσια παραδοχή, κατά την πρώτη πρωθυπουργική του θητεία, του γεγονότος πως η Τουρκία έχει συμφέροντα στο Αιγαίο, άρα -δικαιούται να- έχει και ανάλογο πολιτικό ενδιαφέρον, όσο και η διαδήλωση, στο ξεκίνημα της δεύτερης πρωθυπουργίας του, της διαθεσιμότητάς του για υποχωρήσεις προς τον εξ Ανατολών γείτονα, χάρη της εμπέδωσης μόνιμης ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.
Με τις επιλογές του αυτές, βέβαια, ο σημερινός ηγέτης της ΝΔ κατέστησε δυνατή την ύπαρξη πολιτικών δυνάμεων κινούμενων δεξιότερα του κόμματός του που συναθροίζουν εκλογικό ποσοστό μη υπολειπόμενο κατά πολύ του 15%, γεγονός πρωτόγνωρο για τη δεσπόζουσα πολιτική έκφραση της ελληνικής συντηρητικής παράταξης. Από την άλλη όμως απέδειξε πως κυριαρχία στην πολιτική ζωή της χώρας ενός μόνο πολιτικού κέντρου μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν το πολιτικό αυτό κέντρο ιδεολογικά κινείται στο πολιτικό κέντρο της δημόσιας ζωής, επιτυγχάνοντας συγκερασμούς και συνθέσεις…
Με αυτή λοιπόν την κεντρώα τοποθέτησή της (το «positionnement au centre» που θα έλεγαν οι Γάλλοι) η μητσοτακική ΝΔ δεν διασφάλισε απλώς την ενεστώσα πολιτική κυριαρχία της. Παρήγαγε και τους πολιτικούς όρους οι οποίοι -παρά τα όποια λάθη- δυσκολεύουν και ίσως καθυστερήσουν αρκετά τη συγκρότηση εναντίον της πολιτικού υποκειμένου ικανού να την εκτοπίσει από την εξουσία. Εφόσον βέβαια συνεχίσει να διατηρεί τη συνοχή της…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ POLITICAL